ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ

Κοιμήσου φίλε

Μέσ’ στο καράβι σαν κοπάδι στριμωγμένοι
Μικροί μεγάλοι αγκομαχώντας στη σιγή,
Μιας μαύρης μοίρας λιποτάκτες σαστισμένοι
Πατρίδα αφήνουν παν’ μακριά και όπου βγει.
Σε μια γωνιά παίζει ο Χρήστος το μπουζούκι
Και τραγουδάει ύμνους της φτωχολογιάς.
Νότες καυτές, βρώμικα χνώτα, ξερομπούκι
Ζωή στ’ αμπάρι μιας ταλαίπωρης γενιάς.

Τραγούδα Χρήστο τραγουδάκια, διώξε τα φαρμάκια
που κυλάνε μέσα στην καρδιά
Κάνε τον πόνο να ξεχάσουν, θάρρος να μη χάσουν
Ναύρουν τόλμη και παρηγοριά.


Μ’ όλο το βιός κουβαριασμένο στο τσουβάλι
Μα και με θέληση σκληρή κι επιμονή
Όνειρα κάνουνε να χτίσουνε μια άλλη
Ξενιτεμένη μα καλλίτερη ζωή.
Το ξέρουν πως κάτι καλλίτερο τους πρέπει
Ότι τους στέρησαν τα χρόνια τα παλιά
-δουλειά, εκτίμηση και κάτι μέσ’ την τσέπη-
θέλουν να ζουν μ’ αξιοπρέπεια κι ανθρωπιά.

Τραγούδα Χρήστο . . .

Η νύχτα πέφτει αγάλια μέσα στο καράβι
Και το σκοτάδι αγκαλιάζει τις καρδιές,
Κι ενώ ο θόρυβος του όχλου τώρα παύει
Το πλοίο σχίζει του πελάου το αχανές.
Κοιμήσου φίλε στο καράβι της ζωής σου
Και μην φοβάσαι τους ανάποδους καιρούς.
Ψάξε εκεί να βρεις την τύχη τη δική σου
Η τύχη πάντα βοηθά τους τολμηρούς.

Τραγούδα Χρήστο . . .

Το πεπρωμένο

Οι ελπίδες λιγοστές
Και οι πόρτες σφαλιστές
Προδομένα ιδανικά
Και τα χρόνια δανεικά
Ταπεινώσεις κι ενοχές
Και τριγύρω σου ληστές.
Στο δισάκι τα παλιά
Και δυο κάλπικα φιλά
Δρόμο παίρνω να διαβώ
Το βραχνά ν’ απαλλαγώ
Τα φορτία τα βαργιά
Της ζωής τα τυχερά.

Άδικο το πεπρωμένο - Κι η ζωή είναι σκλαβιά
Άλλο πια δεν περιμένω - Φεύγω, φεύγω μακριά.

Πίσω αφήνω τα παλιά
Και μια έρημη φωλιά
Μια ανήμπορη ζωή
Μια ζωή πια που δε ζει
Μια καρδιά που δεν χτυπά
Μια ψυχή που δεν πετά.
Στον ορίζοντα τραβώ
Αγναντεύω, καρτερώ
Ίσως πίσω απ’ το βοριά
Κι εύρω γω παρηγοριά
Κοινωνία με καρδιά
Δίχως πάθος και σκλαβιά.

Άδικο το πεπρωμένο . . .

Οι Ξένοι

Πήραμε χαρά, πήραμ’ απ’ τη θλίψη τη χαρά
Κλέψαμε ζωή, κλέψαμ’ απ’ το θάνατο ζωή
Είπαμ’ έχε γεια, σ’ ότι θείο είχαμε βαθιά
Με σκέψη σαστισμένη, φτωχοί κι απελπισμένοι,
Αφήσαμε πατρίδα και γενιά
Με σκέψη σκλαβωμένη, τραβήξαμε σαν ξένοι,
Σαν άγνωστοι στο άγνωστο μακριά.

Κύλησε η ζωή, κύλησε με μόχθο η ζωή
Θύελλα τρελή, μόχθος, τρικυμία και σιωπή.
Λίγη λευτεριά πήραμε για μιας ζωής σκλαβιά
Πλούτη και ευχέρεια μας έδεσαν τα χέρια
Μας κλέψανε το χτύπο απ’ την καρδιά.
Φτώχεια και μιζέρια μας έδεσαν τα χέρια
Μας πούλησαν σαν σκλάβους μακριά.

Χάσαμε γενιά, χάσαμε πατρίδα και γενιά
Νοιώσαμε βαθιά, φόβους, διακρίσεις, μοναξιά.
Κλάψαμε πικρά για ότι πίσω αφήσαμε μακριά,
Και τώρα ξεχασμένοι κοιτάζομε σαν ξένοι
Τη χώρα μας και μέσα μας πονά.
Και τώρα γερασμένοι, κανείς δεν περιμένει
Στη χώρα μας να ζήσουμε ξανά.

Δύο ψυχές σε μια καρδιά

Αλάργα στέκουν οι καιροί
Κι αλάργα οι ζωές μας
Κι όσο ο νους να προσπαθεί
Δεν σμίγουν οι καρδιές μας.
Δυο κόσμοι και δυο σπιτικά
Δυο ήλιοι δυο φεγγάρια
Δύο ψυχές σε μια καρδιά
Ανάμιχτα κουβάρια.

Εκεί ψυχή χωρίς φωνή
Που απελπισιά την πνίγει
Εδώ φωνή χωρίς ψυχή
Κι η δύναμη είναι λίγη.
Εκεί μιζέρια μισητή
Αδιαφορία κι οδύνη
Εδώ ευημέρια ποθητή
Που υπόσχεται και δίνει.

Εκεί πατρίδα που πονά
Κι εδώ τα μαύρα ξένα
Όνειρα τόσα αλαργινά
Και νιάτα πουλημένα.
Δω μετανάστης περιττός
Και στην πατρίδα ξένος
Εδώ σκοτάδι μέσ’ το φως
Κι ανήμπορο το σθένος.

Όλα μου θυμίζουνε

Από το παράθυρό μου μπαίνει καταχνιά
Και στα πράσινα του δρόμου τρέχουν τα παιδιά.
Χελιδόνια τιτιβίζουν και τριδόνια νανουρίζουν
Μεσ’ τη γειτονιά, γραικογειτονιά.

Όλα μου θυμίζουνε και μου ψιθυρίζουνε
Όνειρα και πλάνα παιδικά
Το μικρό σπιτάκι μου, τ’ όμορφο κηπάκι μου
Πίσω απ’ τον ορίζοντα μακριά.


Τα μπαλκόνια ανθισμένα ευωδιά σκορπούν
Τα τζιτζίκια σαστισμένα ρυθμικά λαλούν.
Όλη η φύση ανασταίνει ρωμιοσύνη πονεμένη
Που όλοι μας ζητούν, που όλοι αγαπούν.

Όλα μου θυμίζουνε . . .

Στης αυλής τον κόσμο βρίσκω μητρική αγκαλιά
Σαν τη μέλισσα στον κρίνο μέλι που ζητά.
Φύση, χρώμα και λιακάδα είναι ‘να κομμάτι Ελλάδα
Που κρυφομιλά, και κρυφογελά.

Όλα μου θυμίζουνε . . .

Οι ξενιτεμένοι

Οι ξενιτεμένοι που ζούνε μακριά
Για σένα μιλάνε πατρίδα γλυκιά
Και στα όνειρά τους εσένα ζητούν
Σε λύπη ή χαρά τους για σένα μιλούν.
Όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν ζουν
Δεν σε ξεχνούν ποτέ, σε νοσταλγούν.

Οι ξενιτεμένοι που ζούνε μακριά
Εσένα ζητάνε πατρίδα γλυκιά.


Με ξένους κι αν ζούνε, κι αν ξένα μιλούν
Πολύ επιθυμούνε κοντά σου ναρθούν.
Πατρίδα σημαίνει αιώνων βωμοί,
Αγνή ρωμιοσύνη, σταυρός και τιμή.
Τι κι αν εφύγανε πολύ μακριά
Τάχουνε όλα αυτά μεσ’ την καρδιά.

Οι ξενιτεμένοι που ζούνε μακριά
Εσένα ζητάνε πατρίδα γλυκιά.

Ο γερο-πλάτανος

Ήταν ο πλάτανος πλατύς, πλατύς σαν τα όνειρά μου
Κι είχε τους κλώνους του παντού, παντού σαν τα παιδιά μου.
Είχε αηδόνια στα κλαδιά, βρυσούλα στη σκιά του
Δροσιά, λουλούδια κι ευωδιά μέσα στην αγκαλιά του.

Λένε πως είν’ ακόμη εκεί το άγαλμα της φύσης
Που ριζωμένες μέσ’ τη γη κρατά τις αναμνήσεις.
Εκεί χορεύαμε παιδιά, πολλά, ξετρελαμένα
Όταν μου φέραν τα χαρτιά να φύγω για τα ξένα.

Είσαι του γιόκα μου παιδί, θέλω να πας για μένα
Γιατί είν’ το σώμα μου βαρύ, τα πόδια κουρασμένα.
Θέλω να πας στα ύψη του, στον ίσκιο του να κάτσεις
Να πιεις νερό απ’ τη βρύση του, τριγύρω να κοιτάξεις.

Θέλω μέσ’ απ’ τα μάτια σου να δω τη γη που χάνω
Τον λόγγο και τα κάλλη του, τη βρύση τον τσοπάνο.
Θέλω τον κόσμο να χαρώ που άφησα κει πάνω,
Τον πλάτανο να ξαναδώ, και τότε ας πεθάνω.

Ο Ντέγκος

Με φωνάζουνε ντέγκο, ντέρτη γουώγκ
Κι όλοι θέλουνε να μ’ έχουν πάντα υπό.
Με πειράζουνε και με λέν’ γραικό
Μα δεν ξέρουνε πως είν’ τιμή μου αυτό.

Έτσι είμαι ντόμπρος άντρας
Ντόμπρος Έλληνας σωστός
Είμαι τίμιος ντόμπρος άντρας
Κι υπερήφανος γραικός.


Είμ’ απ’ τη γενιά του Μεγαλέξανδρου
Και του Περικλή μα και του Λέανδρου.
Ηρώων και σοφών είμ’ απόγονος
Ενδόξων μαχητών γιος υπερήφανος.

Έτσι είμαι ντόμπρος άντρας …

Με φωνάζουνε ντέγκο μα και γουώγκ
Μα δεν νοιώθουνε το τι θα πει αυτό.
Ο ντέγκος και ο γραικός, δίχως καύχημα
Είναι φίλε μου της γης το άρωμα.

Έτσι είμαι ντόμπρος άντρας …

Ξύπνησε η Μελβούρνη

Έφεξε η μέρα σιωπηλά - έπεσαν οι πρώτες ηλιαχτίδες
Έσβησαν τ’ αστέρια και γοργά - μπήκαν στα κρυφά οι νυχτερίδες.
Πνίγηκε η νύχτα στη βοή - έπεσαν τα’ αστέρια στο περβόλι
Ήρθε με λουλούδια το πρωί - κι άπλωσε κεφάτο μέσ’ την πόλη.

Ξύπνησε η Μελβούρνη και γοργά
δίνει το σινιάλο για τη δράση
Τον γραικό στους δρόμους της τραβά
γρήγορα στο τέρμα του να φτάσει.


Έσβησαν τα φώτα στα στενά - άναψ’ ο καβγάς για μεροδούλι
Σφύριξε το τραίνο που γυρνά - βγήκαν οι γιαγιάδες στο πεζούλι.
Έφτιαξε η Όλγα τον καφέ - κι έφερε το τάβλι στο μπαλκόνι
Μπήκαν οι κοπέλες στον μπαξέ - βγήκαν τα παιδιά στο πεζοδρόμι.

Ξύπνησε η Μελβούρνη και ξανά
με χαρά τις πόρτες της ανοίγει
Την καινούργια μέρα χαιρετά
και με υποσχέσεις την τυλίγει.


Βγήκε ο μανάβης στη γωνιά - έπιασε ο ψαράς το παραγάδι
Άνοιξε το μίλκμπαρ η Μηλιά - μπίζνες φις-εντ-τσιπς και καλό βράδυ.
Πήρε ο Βασίλης το ταξί - και τραβάει κεφάτος για την πιάτσα
Άγχος, δρόμος και πολιτική - πάλη η ζωή μπράτσα με μπράτσα.

Βγήκε η Μελβούρνη στ’ ανοιχτά
γαλανόλευκη απ’ άκρη σ’ άκρη
Τους γραικούς κοιτά και χαιρετά
απ’ την πόλη στης ακτής τα μάκρη.


Απ’ το ράδιο χαρωπή φωνή - εύχεται σε όλους καλημέρα
Και κουράγιο και υπομονή - δίνει στις ψυχές πέρα ως πέρα.
Γέμισε ο αέρας μουσική - συρτοτσιφτετέλι και καντάδα
Ότι αγαπά κάθε ψυχή - κέφι και δουλειά και γεια σου Ελλάδα.

Ζήσε ρωμιοσύνη τη ζωή
κει που το κισμέτ σ’ έχει φυτέψει
Κάν’ τα ξένα μαγικό ραβδί
τις παλιές σου πίκρες να γιατρέψει.

Ντέγκος αλλά κύριος

Σταύρο γραικό τον λέγανε το νέο μετανάστη
Που με μια σκούφια μοναχά, και μ’ έναν κόρφο ιδανικά
Στην Αυστραλία θέλησε την τύχη του για νάβρη.

Κι όλοι οι Άγγλοι τον φωνάζαν
Σταύρο ντέγκο Σταύρο γουώγκ
Και τόνε περιφρονούσαν
Τον εργάτη το γραικό.


Περάσαν’ χρόνια πέρασαν, κι ο Σταύρος προοδεύει
Με κόπο και δουλειά πολλή
Και με της τύχης την ευχή
Επλούτησε κι απόχτησε όσα η καρδιά γυρεύει.

Τώρα οι Άγγλοι τον φωνάζουν
Μίστερ Σταύρο γελαστά
Δεν τον βρίζουν τον προσέχουν
Και του φέρονται σωστά.


Κι ο Σταύρος υπερήφανα και με καημό που καίει
Όταν οι Άγγλοι του μιλούν και από πούσαι τον ρωτούν
Βάζει τη σκούφια του στραβά και δυνατά του λέει.

Ντέγκος ήμουνα και είμαι
Άνθρωπος μυστήριος
Ντέγκος ήμουνα και θάμαι
Ντέγκος αλλά κύριος.

Στης Μελβούρνης τα στενά

Όταν παίρνει και βραδιάζει
Και η μοναξιά με σφάζει
Με τις σκέψεις μου παρέα
Τριγυρνώ τα δειλινά
Στης Μελβούρνης τα στενά.

Κι έτσι όπως τριγυρίζω
Τα θλιμμένα δειλινά
Τ’ όνομά σου ψιθυρίζω
Και σ’ αναζητώ ξανά
Στης Μελβούρνης τα στενά.


Μοναχός και πονεμένος
Ξένος καταφρονημένος
Με χαμένη τη γενιά μου
Τριγυρνώ τα δειλινά
Στης Μελβούρνης τα στενά.

Κι έτσι όπως τριγυρίζω …

Τριγυρνώ κι αναρωτιέμαι
Τι χρωστάω να πλανιέμαι
Δω στα ξένα ξεχασμένος
Τα θλιμμένα δειλινά
Στης Μελβούρνης τα στενά.

Κι έτσι όπως τριγυρίζω …

Ο Έλλην ο καλός

Με ρωτάτε να σας πω γιατί ελληνικά μιλάω
Γιατί ελληνικά αγαπώ γιατί ελληνικά γλεντάω.
Και μου λέτε πως εγώ πρέπει τώρα πια ν’ αλλάξω
Αφού σ’ άλλη χώρα ζω τα παλιά να τα ξεχάσω.

Μα ο Έλλην ο καλός πατρίδα δεν αλλάζει
Γιατί αίμα ελληνικό μεσ’ στην καρδιά του βράζει.
Ο Έλλην ο καλός τα πίνει και τα σπάζει
Ο Έλλην ο καλός την γνώμη δεν αλλάζει.


Την πατρίδα απ’ τη ζωή δεν την χάνεις μη σε μέλλει
Ρωμιοσύνη πάντα ζει, όσο η καρδιά το θέλει.
Ρωμιοσύνη δεν γερνά, ρωμιοσύνη δεν πεθαίνει
Ζει όπου η καρδιά γυρνά και τον έλληνα ανασταίνει.

Μα ο Έλλην ο καλός …

Έτσι είναι ακριβώς, μην πιστεύεις παραμύθια,
Ο γραικός μένει γραικός, αυτό είναι η αλήθεια.
Τι κι αν ζει σε ξένη γη δεν αλλάζει ότι κι αν πείτε
Παραδόσεις και τιμή τα αγαπά δεν τα απαρνιέται.

Μα ο Έλλην ο καλός …

Αυστραλο-ελληνοπούλα

Βγήκε βόλτα η μικρούλα, Αυστραλο-ελληνοπούλα
Φόρεσε τα γιορτινά και στου σίτυ τα στενά
Περπατούσε η νοστιμούλα.
Αυστραλός την αγαπάει κι όλο την ακολουθάει
Μ’ αυτή δίχως χωρατά σταματά και τον κοιτά,
Kαι μποέμικα του λέει:

Ώπα είπα άκου ώση άσε τα πειράγματα
Φύγε μου την έχει δώσει και θα δούμε κλάματα.
Ώπα είπα φύγε μπόη πάρε φόρα δίνε του
Έλληνα έχω φίλο γόη βράχο του Ταΰγετου


Ύφος σοβαρό κρατάει, σαν μαντόνα περπατάει
Γύρω ανάβουν πυρκαγιές βαλαντώνουν οι καρδιές
Και το δρόμο της τραβάει.
Κείνος την ακολουθάει και γι’ αγάπες της μιλάει
Μ’ αυτή δίχως χωρατά σταματά και τον κοιτά,
Kαι μποέμικα του λέει:

Ώση πρόσεξε λιγάκι κι άκουσε τι θα σου πω
Όπως κάθε ελληνάκι μόνο έλληνα αγαπώ
Μόνο ελληνικά μιλάω μόνο ελληνικά γλεντώ
Μόνο ελληνικά φιλάω, μόνο έλληνα αγαπώ.

Τον λεβέντη της σαν βλέπει στο συνηθισμένο στέκι
Η ελληνική καρδιά σαν πουλάκι φτερουγά
Και στην αγκαλιά του τρέχει.
Μέσ’ τα μάτια τον κοιτάει, διό φιλάκια του ζητάει
Του μιλάει τρυφερά του γλυκοχαμογελά,
Kαι του σιγοτραγουδάει.

Ώπα είπα έλα γόη πάρε φόρα φίλα με
Μέσα ο πόθος μου με τρώει κι οι χαρές με πνίξανε.
Ώπα είπα έλα τώρα που οι πλήξεις φύγανε
Έλα γόη πάρε φόρα, πάρε φόρα φίλα με.

Το καπηλειό

Σ’ ένα καπηλειό, μπλάβο και παλιό
Σμίγουνε ξενιτεμένοι κάθε δειλινό.
Πίνουν και γλεντούν, μπιστικά μιλούν
Και αδελφο-αγκαλιασμένοι σιγοτραγουδούν.

Πίνουν, πίνουν και γλεντούν
Κι όλο σιγοτραγουδούν.


Μέσ’ στο καπηλειό σε ρυθμό παλιό
Όλοι αγκαλιά χορεύουν γραίκικο χορό.
Κι ενώ τραγουδούν όλοι τους ζητούν
Μεσ’ στο καπηλειό πατρίδα και χαρά να βρουν.

Μέσα, μέσ’ στο καπηλειό
Ζούνε όνειρο παλιό.

Μέσ’ στο καπηλειό τ’ όνειρο θολό
Ξεχασμένο και θαμμένο σε βαθύ πηλό.
Κι ενώ τραγουδούν οι γραικοί ρωτούν
Τι έκαναν αυτοί να χάσουν ότι αγαπούν.

Πίνουν κι όλοι τους ποθούν
Γραίκικη χαρά να βρουν.

Χτίστε μου έναν Παρθενώνα

Ζήσαμε όλοι μας διαβάτες στης ζωής το δρόμο
Μεσ’ στης ξενιτιάς τις στράτες μεσ’ στον ξένο κόσμο.
Μας σιχτίρισαν οι άλλοι γιατί είμαστε ξένοι
Μα είμαστε γενιά μεγάλη μα και τιμημένη.

Χτίστε μου έναν Παρθενώνα
Στο βουνό ψηλά
Νάχει του γραικού το χρώμα
Τούτη η ξενιτιά
Για να ξέρουν όλοι οι άλλοι
Πως είμαστε μια
Ξακουστή και δοξασμένη
Ελληνική γενιά.


Κι αν εζήσαμε σαν ξένοι κι άγνωστοι οδοιπόροι
Σ’ όλη αυτή την οικουμένη είμαστε πρωτοπόροι.
Σ’ όλους δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού
Και τα βήματα τα πρώτα του ανθρωπισμού.

Χτίστε μου έναν Παρθενώνα …

Το δικό μου μυστικό

Στο χορό της παροικίας μια χαρούμενη βραδιά
Νέοι κάθε ηλικίας διασκεδάζαν’ με χαρά.
Μέσ’ απ’ όλα τα κορίτσια με περίσσιες ομορφιές
Μια κοπέλα κυπαρίσσια ξετρελαίνει τις καρδιές.

Κι όλοι οι νιοι γελαστοί την κοιτούν νοσταλγικά
Και αυτή η πονηρή τους γελά ελκυστικά..


Όλα τα παιδιά χορεύουν κι όλο γύρω της γυρνούν
Λίγη αγάπη της γυρεύουν και στα μάτια την κοιτούν.
Μα αυτή χωρίς να τάζει τους χαμογελά γλυκά
Πίσω τα μαλλιά τινάζει και τους λέει ευγενικά

Πω πω πω τι να πω, έχω ένα μυστικό
Πω πω πω τι να πω, έχω αγαπητικό.


Ποιος είν’ ο καλός της τάχα, ποιος να είν’ ο τυχερός
Τη δική του τύχη νάχα και ας ήμουνα φτωχός.
Ποιος να είναι που γυρνάει, την ρωτάνε φιλικά
Μα αυτή χαμογελάει και τους λέει ευγενικά.

Πω πω πω τι να πω, το δικό μου μυστικό
Πω πω πω τι να πω, γω ποτέ δεν θα το πω.

Θάρθω πάλι

Σφυρίζουνε τα πλοία και τα τραίνα
Και μένα μου θυμίζουν γυρισμό
Κι υπόσχομαι σε σένα και σε μένα
Πως σύντομα θα έλθω να σε δω.
Πορεύτηκα στης ξενιτιάς τους δρόμους
Ζητώντας της ζωής μου το σκοπό
Μα πόνεσα όλους αυτούς τους χρόνους
Κι ορκίζομαι πως θάρθω να σε δω.

Και διαρκώς τα περασμένα
Γυρίζουν στο μυαλό
Και μου φουντώνουν ένα-ένα
Της ξενιτιάς το μισεμό.


Επόνεσα της χώρας μου το χώμα
Το πατρικό μου σπίτι στο χωριό
Τους φίλους μου που τους θυμάμαι ακόμα
Και θέλω νάρθω πάλι να τους δω.
Τις νύχτες στα όνειρά μου τριγυρίζω
Σαν φάντασμα σε μακρινό αγρό
Και όπως πρώτα σιγοψιθυρίζω
Σε πόνεσα και θάρθω να σε δω.

Και διαρκώς τα περασμένα
Γυρίζουν στο μυαλό
Και μου φουντώνουν ένα-ένα
Της ξενιτιάς το μισεμό.

Μικρή Ελλάδα

Στον κήπο φύτεψα μυρτιά, δυόσμο και μια κληματαριά
Βασιλικό και γιασεμιά, που έφερα στην ξενιτιά.
Τον γέμισα τριανταφυλλιές, περικοκλάδες παρδαλές
πολύχρωμες γαριφαλιές, και κυματίζει ο μπαξές

Φύτεψα δέντρα ποθητά, σημάδια μακρινής πατρίδας
Παλμοί κρησφύγετου κι ελπίδας, δώρα παρμένα δανεικά.
Στου κήπου μου την αγκαλιά, την ομορφιά και πρασινάδα
Φύτεψα μια μικρή Ελλάδα, βουνό, νησί κι ακρογιαλιά.


Στου κήπου τη ζεστή φωλιά, βρίσκουν λημέρι τα πουλιά
Πετούν οι σκέψεις αγκαλιά και ζωντανεύουν τα παλιά.
Κάτω απ’ τις δροσερές σκιές, σμίγουν φαντάσματα του χθες
Ξυπνάνε χίλιες-δυο χαρές, και αναμνήσεις μου παλιές.

Στου κήπου μου τη ζεστασιά, τη φυλλωσιά και πρασινάδα
Φύτρωσε μια μικρή Ελλάδα, όπως την ήξερα παλιά.
Άπλωσε ρίζες και κλωνιά και τη συνείδηση αγκαλιάζει
Σκεπάζει ό,τι δεν αλλάζει, απ’ την παλιά μας τη γενιά.

Πάρε με ναυτάκι μακριά

Πάρε με ναυτάκι μακριά, πάρε με στα πέρατα του κόσμου
Σ’ έρημα ακρογιάλια το βοριά, κι όλα γίναν μαύρα και βαριά.
Xρήματα για ναύλα μη ζητάς, πάρε τη χαρά και λύπη δώσ’ μου
Βγάλε με στα ξένα κει που πας, και τι θ’ απογίνω μη ρωτάς,
…ναυτάκι μου.

Αγάπησα και πόνεσα, δεν άντεξα δεν μπόρεσα, σ’ το λέω
Με τσάκισαν τα βάσανα, ποτέ μου δεν ανάσανα
Γι’ αυτό πικρά και κλαίω.
Με φίλησε, μ’ απάτησε, μονάχη με παράτησε και κλαίω
Με πόνεσαν τα βάσανα, ποτέ μου δεν ανάσανα
Γι’ αυτό πικρά και κλαίω.


Μ’ έπνιξε η φουρτούνα της ζωής, καταιγίδες δεν αντέχω άλλο
Έχασα το σθένος της ζωής, κι έγινα το θύμα της οργής.
Κάθε μέρα πόνος και πληγή, η ζωή ένα βάσανο μεγάλο
Σώσε με λοιπόν απ’ την οργή, βόηθα με να κάνω τη φυγή,
…ναυτάκι μου.

Αγάπησα και πόνεσα, . . .

Πάρε με ναυτάκι μακριά, πάρε με στα πέρατα του κόσμου
Άσε με στην άκρη του βοριά, ίσως και να βρω παρηγοριά
Μην του πεις που είμαι που γυρνώ,
Τούτος ο σταθμός είναι δικός μου.
Μην του πεις για κείνον πως πονώ,
Μην του πεις πως γω δεν τον ξεχνώ,
…ναυτάκι μου.

Αγάπησα και πόνεσα, . . .

Το Σάββατο

Είναι φορές που το μυαλό μου χάνω
Δουλεύω δίχως τελειωμό
Απ’ το πρωί ως το δειλινό
Και σκέπτομαι ζωή είν’ αυτή που κάνω.

Μα όταν έλθει Σάββατο
Τα ντέρτια μου ξεχνώ
Με πέντε φίλους στο πλευρό
Χορεύω και γλεντώ.

Πέφτουν πενιές και ο γραικός χορεύει
Στην ξενιτιά τη μακρινή
Γλεντάμε όλοι μας μαζί
Και στις καρδιές ελληνισμός θεριεύει.

Και όταν έλθει Σάββατο…

Γλέντα λοιπόν το Σάββατο και πάλι
Κλείσε γκαρσόν το μαγαζί
Φέρε μεζέ φέρε κρασί
Μη σταματάς, κέρνα κι όπου μας βγάλει.

Γιατί όταν έλθει Σάββατο. . .

Δω είν’ η πατρίδα σου

Όπου κι αν πας και νάσαι – σ’ αυτή την ξένη γη
Το γυρισμό θυμάμαι – και θλίβεσαι πολύ.
Γιατί μέσα σου λέει - μια πειστική φωνή
Ό,τι η καρδιά γυρεύει – δεν είναι να γενεί.

Δεν υπάρχει πια ελπίδα
Να γυρίσεις στην πατρίδα
Δω είν’ η πατρίδα σου καλέ.
Πάψε πια να τριγυρίζεις
Το μυαλό να βασανίζεις
Δω είν’ η πατρίδα σου καλέ.
Δεν υπάρχει πια ελπίδα
Να γυρίσεις στην πατρίδα
Δω είν’ η πατρίδα σου καλέ.
Πάψε πια το μαύρο άγχος
Όπου γη εκεί και τάφος
Δω είν’ η πατρίδα σου καλέ.


Εδώ ήρθες ν’ αποχτήσεις – ό,τι η ψυχή ζητά
Και πίσω να γυρίσεις – όπου η καρδιά αγαπά
Μα η νέα σου πατρίδα – πλανεύει την καρδιά
Σου δίνει νέα ελπίδα – κοντά της σε κρατά.

Δεν υπάρχει πια ελπίδα . . .

Του ξενιτεμένου η μάνα

Κάθε βραδάκι μοναχή
Μπρος το λιμάνι το πλατύ
Με ξαστεριά και με βροχή
Μια μάνα στέκεται σκυφτή.
Θωρεί στα πέρατα μακριά
Πέρα κι απ’ τα ψηλά βουνά
Και με σφιγμένη την καρδιά
Μοιρολογάει σιγανά.

Θάλασσα πλατιά, θάλασσα πλατιά
Δώσ’ μου πίσω το παιδί μου
Δεν αντέχω άλλο πια.
Έφυγε μακριά, έφυγε μακριά
Μα δε γύρισε κοντά μου
Κι η καρδούλα μου πονά.


Προσμένει η δόλια μοναχή
Και στην πεποίθηση πιστή
Πως μια μέρα σαν κι αυτή
Στην αποβάθρα θα φανεί.
Εκεί που μια πικρή βραδιά
Είπε σε όλους έχε γεια
Άφησε μάνα να πονά
Και δεν εγύρισε ξανά.

Θάλασσα πλατιά, θάλασσα πλατιά
Δώσ’ μου πίσω το παιδί μου
Δεν αντέχω άλλο πια.
Έφυγε μακριά, έφυγε μακριά
Μα δε γύρισε κοντά μου
Κι η καρδούλα μου πονά.

Γλυκιά πατρίδα

Γύρισα χώρες και χωριά,
Όμως αλλού δεν είδα
Σαν τη δική της ομορφιά
Σαν τη γλυκιά πατρίδα.
Μικρά σπιτάκια φτωχικά
Κηπάκια που ανθίζουν
Και ακρογιάλια μαγικά
Στο νου μου τριγυρίζουν.

Κι όπου βρεθώ κι όπου σταθώ
Και σ’ όποια χώρα νάμαι
Το χωριουδάκι μου ποθώ
Κι αισθήματα ξυπνάνε.
Θέλω τους φίλους μου να βρω
Το πατρικό το σπίτι
Την εκκλησιά με το σταυρό
Το γλάρο, το σπουργίτι.

Όσο κι αν ζούμε μακριά
Τόσο και σε ζητάμε
Σ’ έχουμε μέσα στην καρδιά
Για σένανε μιλάμε.
Θέλομε να γυρίσουμε
Μέσα στην αγκαλιά σου
Το χώμα να φιλήσουμε,
Να ζήσουμε κοντά σου.

Ο Νίκος ο Ψαράς

Τον ξέρετε τον Νίκο, τον Νίκο τον ψαρά
Που έχει το ψαράδικο κοντά στην αγορά
Φτωχόπαιδο ξεκίνησε σαν τ’ άλλα τα παιδιά
Επάλεψε και νίκησε και φτιάχτηκε καλά.
Και δουλεύει στη μακρινή την ξενιτιά
Ψάρια ψένει, σερβίρει και πουλά.

Φις εντ τσιπς και κόκα-κόλα στο ψαράδικο πουλά
Χρήματα στο άρπα κόλα, κι ο Νίκος νάν’ καλά.

Απ’ το πρωί ως το βράδυ ποτέ δεν σταματά
Στόνα το χέρι ψάρι και στ’ άλλο τα λεφτά
Τυλίγει και πουλάει ό,τι ζητά ο καθείς
Η μέρα να περνάει και δόξα ο γιαραμπής.
Τους πελάτες τους βλέπει σαν δερβέν αγάς
Τους σερβίρει και θένκγιου βέριμάτς.

Δεν τον νοιάζει πόσα θάναι είτε λίγα είτε πολλά
Όσα έρθουν και όσα πάνε, κι ο Νίκος νάν’ καλά.

Κι όταν έχει γεμίσει η τσέπη κι η καρδιά
Η μία με σικλέτι κι η άλλη με παρά
Στο ταβερνάκι πάει για κέφι και χαρά
Κι ακούει μπουζουκάκι με τ’ άλλα τα παιδιά.
Τραγουδάει κι όλους τους φίλους τους κερνά
Πιάτα σπάει, χορεύει και γελά.

Φις-εντ-τσιπς και κόκα-κόλα στο ψαράδικο πουλά
Μα εδώ τα σπάει όλα, κι ο Νίκος νάν’ καλά..

Είναι η μαύρη ξενιτιά

Είναι η μαύρη ξενιτιά
Του διάβολου εταίρα
Κάνει τη θάλασσα πλατιά
Και νύχτα την ημέρα.

Είναι η μαύρη ξενιτιά
Του χάρου θυγατέρα
Κάνει παιδάκια ορφανά
Και χήρα τη μητέρα.

Είναι η μαύρη ξενιτιά
Του άτυχου πλανεύτρα
Που υπόσχεται παρηγοριά
Μα είν’ της ζωής του κλέφτρα.

Κάλλιο από κάτω απ’ την ιτιά
Να τρως ψωμί κι αλάτι
Παρά να ζεις στην ξενιτιά
Σα δούλος σε παλάτι.

Τρελλή

Την πόρτα μου χτυπάς τόσο αργά
Το θράσος έχεις πάλι να γυρίσεις
Με δάκρια και μετάνοια στην καρδιά
Ζητάς όπως και πρώτα δω να ζήσης.
Τρελλή, το σπίτι αυτό που θες να μπεις
Το άφησες συ άκαρδα, μ’ απέχθεια
Και έφυγες κεφάτη να γευτείς
Ελεύθερες αγάπες και σερμπέτια.

Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη βραδιά
Σαν έφευγες με γέλια κι ειρωνεία.
Θυμάμαι τα ταλαίπωρα παιδιά
Που κλαίγανε με πόνο στην γωνία.
Θυμάμαι τη ντροπή τη συμφορά
Τις μαύρες ώρες, τα’ άπειρα ξενύχτια
Το άγχος που ο νους δεν τα χωρά
Τα πάθη στης κατάθλιψης τα δίχτυα.

Τρελλή πώς περιμένεις ξαφνικά
Την τόση σου κακία να ξεχάσω
Την πόρτα να σ’ ανοίξω φιλικά
Στο σπίτι το δικό μου να σε μπάσω.
Κανένας μας δε θέλει να σε δει
Για μας ούτε και ζεις ούτε και υπάρχεις.
Για σένα τούτη η πόρτα είν κλειστή
Σε τούτο το κατώφλι μην ξανάρθεις!

Πέφτει το σούρουπο

Πέφτει το σούρουπο στα στενά δρομάκια
Κι απ’ τα παράθυρα μπαίνει η σκοτεινιά
Θλιμμένα στέκονται δυο μικρά παιδάκια
Και μέσ’ στο σπιτικό άγχος κι ερημιά.

Πόνος ο χωρισμός, μαχαιριά η απάτη
Και η αδιαντροπιά πνίγει την ψυχή.
Αγάπη πρόδωσε για μια άλλη αγάπη
Πούλησε μια ζωή για άλλη ζωή.

Και μέσα στην ψυχή τ’ άδικο με πνίγει
Και η καρδιά η φτωχή εκδίκηση ζητά
Μα είν’ η θέληση αδύνατη και λίγη
Γιατί η καρδιά η τρελή ακόμα αγαπά.

Κι όταν το σούρουπο τα πουλιά σωπαίνουν
Κι η αδικία σου πνίγει την ψυχή
Οι παραισθήσεις μου άγρια με δέρνουν
Μα η τρελή καρδιά σε συγχωρεί

Μα σκέψου το καλά να το καταλάβεις
όπου κι αν πας εσύ κι όπου σταθείς
Μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις
Για ότι έκανες θα πληρωθείς.

Σκέψου το καλλίτερα

Λεβέντη παλικάρι
Στο πλάι σου έχεις κυρά
Και σ’ έχει σα μανάρι και σπιτο-Παναγιά
Μα τώρα συ γυρεύεις ανήθικα να ζεις
Άλλη ζωή ν’ αρχίσεις
Και άλλονε να βρεις.

Σκέψου το καλλίτερα για στερνή φορά
Πας για μεγαλύτερα μα θάβρεις συφορά.
Τα άσχημα και τα καλά στη ζωή τα είδα
Όποιος πάει για τα πολλά χάνει και τα λίγα.

Για όλη την αγάπη
Που σούδωσε μ’ απλοχεριά
Του δίνεις την απάτη, μαχαίρι στην καρδιά.
Αντί να τον λατρεύεις τον όρκο σου πατάς
Τ’ ανήθικα γυρεύεις
Και έρωτες ζητάς.

Σκέψου το καλλίτερα . . .

Μα πάνω απ’ όλα τώρα
Σκέψου καλά με λογισμό
Το δρόμο αν θες προχώρα μ α δίχως γυρισμό
Γιατί σ’ αυτή τη ζήση το ξέρει ο καθείς
Εσύ όπως έχεις στρώσει
Έτσι θα κοιμηθείς.

Σκέψου το καλλίτερα ...

Μ’ ένα παράπονο

Μ’ ένα παράπονο κρυφό
Και στεναγμούς πλημμύρα
Και με φροντίδες θησαυρό
Τον δρόμο μου τον πήρα.
Άφησα πίσω μια ζωή κα πήγα για τα ξένα
Ζωή που μ’ έσπρωξες εσύ πολύ μακριά από σένα.

Μα όπου κι αν πάω κι όπου σταθώ
Εσένα ζητάω και σένα ποθώ
Βουνά ανεβαίνω θάλασσες περνώ
Στ’ αγνάντια βγαίνω και σ΄ αναζητώ.


Λάθη εκάναμε κι οι δυο
Λάθη που μας πληγώσαν
Που έφεραν το χωρισμό
Και το δεσμό προδώσαν.
Κι ενώ ακόμη εγώ πονώ απ’ τα χτυπήματά σου
Εδώ στα ξένα αναζητώ τα χάδια τα δικά σου.

Μα όπου κι αν πάω . . .

Χρόνια που ζήσαμε μαζί
Χρόνια πρώτης αγάπης
Όσο κι αν θέλεις δε μπορείς
Για πάντα να ξεχάσεις
Η αγάπη αφήνει πίσω της αχνάρια που δε σβήνουν
Και τέτοια αχνάρια της ζωής τη μοίρα κατευθύνουν.

Μα όπου κι αν πάω . . .

Η φεμινίστρια

Κάθισε καλέ μου στο σκαμνί
Ντόμπρα και σταράτα να τα πούμε
Δεν αντέχω τούτη τη ζωή
Πρέπει για καλά να ξηγηθούμε.
Έγινε η ζωή μου ασφυκτική
Έχασε σκοπό και σημασία
Σπίτι μαγεριό και προσταγή
Τέκνα, οικογένεια κι εκκλησία.

Πέρασαν τα χρόνια της γιαγιάς σου δυστυχώς
Φόβο, υποταγή, σκλαβιά και γέννα
Μάθε πως σκλαβάκι εγώ δεν είμαι κανενός
Είμαι φεμινίστρια μοντέρνα.

Άκουσε καλά τι θα σου πω
Έφτασε ο κόμπος πια στο χτένι
Στώπα και θα σου το ξαναπώ
Άλλη λύση τώρα πια δε μένει.
Όροι, απαιτήσεις, διαταγές,
Κι άλλες σκουριασμένες αντιλήψεις
Θα τα διαγράψεις ή αλλιώς
Κοίτα άλλη γυναίκα να τυλίξεις.

Πέρασαν τα χρόνια . . .

Όπως είσαι συ είμαι κι εγώ
Άνθρωπος μ’ αισθήματα και γνώμη
Δεν ανέχομαι νάμαι υπό,
Ούτε να ζητώ πάντα συγγνώμη.
Δεν μ’ αρέσει άφωνη να ζω
Κάτω απ’ των ανδρών τις παραισθήσεις
Έτσι τώρα από δω κι εμπρός
Κοίταξε ν’ αλλάξεις κατευθύνσεις.

Πέρασαν τα χρόνια . . .

Δεν αντέχω πια

Ήρθε κόμπος πια στο χτένι
Δεν αντέχω πια
Και θα γίνουμε δυο ξένοι
Μα την Παναγιά.
Σ’ έχουν πιάσει οι διαβόλοι
Και με τυραννάς
Στο δικό μου το περβόλι
Συ με κυβερνάς.
Δεν αντέχω το καβγά σου
Και τις πονηριές
Κι αν δεν πάψεις το χαβά σου
Άλλο στέκι βρες.

Δεν αντέχω πια, δεν αντέχω πια
Μούχεις κάψει την καρδιά μου, δεν αντέχω πια.
Τέρμα στην ψευτιά και στην πονηριά
Μούχεις πάρει τα μυαλά μου δεν αντέχω πια.

Μέρα-νύχτα καβγαδάκι
κι όλο τον καιρό
απειλές και μπαϊράκι
άλλο δεν μπορώ.
Μιας μ’ αγάπη μ’ αγκαλιάζεις,
Με γλυκοφιλάς
Και την άλλη με γκρινιάζεις
Πες μου που το πας.
Μ’ έχει η γκρίνια σου πληγώσει
Μοίρα μου κακιά
Βάσανα μ’ έχεις φορτώσει
Δεν αντέχω πια.

Δεν αντέχω πια . . .

Αγάπη δίχως πείσματα

Οι φίλοι μου μου λεν συχνά
Να την απαρατήσω
Γιατί αργά η γρήγορα τρελός θα καταντήσω.
Είναι μου λένε άστατη, γυναίκα δίχως μπέσα
Κορμί σα χάρτινο κουτί,
Χωρίς αγάπη μέσα.

Μα δεν ξέρουν την καρδιά της και την τόση της τη χάρη
Είναι κόρη της αγάπης και σωστό μαργαριτάρι.


Το ξέρω πως ζηλεύουνε
Που αγαπά εμένα
Που αγκαλιά βαδίζουμε, πουλάκια αγαπημένα.
Κατηγορούν τις τρέλες μας, τα μικροκαυγαδάκια,
Τις κόνξες της κακοκαιριάς,
Της ζήλιας τα μεράκια.

Μα δεν ξέρουν . . .

Αυτοί δεν ξέρουνε καλά
Πως είναι η αγάπη
Ένα καντάρι μάλαμα και δυο καντάρια αλάτι.
Αγάπη δίχως πείσματα δίχως καημούς και πόνο
Δεν έχει μέλλον, δεν κρατά
Πεθαίνει με το χρόνο.

Μα δεν ξέρουν . . .

Χάρι-χάρι

Του κάνεις κόνξες, μ’ όλες τις λόξες
Τόνε παιδεύεις και τον γελάς.
Δεν τον προσέχεις, μπέσα δεν έχεις
Τον κοροϊδεύεις, του αντιμιλάς.

Δεν τόνε σέβεσαι και παραφέρεσαι
Σαν κλαίει χαίρεσαι και τον πονάς.
Ποτέ δεν τον ρωτάς, για όπου θες τραβάς
Πάντα τον τυραννάς κι όλο γελάς.

Χάρι, χάρι, χάρι, χάρι, κόρη κάνε μου τη χάρη
Μην πονάς το παλικάρι, ξέρεις πως σε αγαπά.
Χάρι, χάρι, χάρι, χάρι, μόνο σένανε γουστάρει
Σ’ αγαπά και θα σε πάρει, μην τον κάνεις να πονά.


Είναι σπουδαίος κι είναι ωραίος
Είναι λεβέντης και λυγερός.
Όλοι τον θέλουν και τον παινεύουν
Γιατ’ είναι τύπος κι υπογραμμός.

Πρέπει να τον φιλάς, να του γλυκομιλάς
Και το χατίρι του να μη χαλάς.
Να τούβρεις το σφυγμό, και δίχως δισταγμό
Πιστά το βήμα του ν’ ακολουθάς.

Χάρι, χάρι, χάρι, χάρι, κόρη τάκανες παζάρι
Έχεις ένα παλικάρι και δεν ξέρεις τι ζητάς.
Χάρι, χάρι, χάρι, χάρι, κάποια άλλη θα στον πάρει
Θα το χάσεις το βλαστάρι και μονάχη θα πονάς.

Θέλω να ξέρεις

Όπου κι αν πάω σένα ζητάω
Σένα ζητάω κάθε λεπτό.
Στα όνειρά μου είσαι κοντά μου
Μέσ’ στην καρδιά μου και σ’ αγαπώ.

Όπου και νάμαι σένα θυμάμαι
Κι αναρωτιέμαι που να γυρνάς
Τρέμει η ψυχή μου πες μου καλή μου
Ότι είσαι δική μου και μ’ αγαπάς.

Είσαι η χαρά μου η παρηγοριά μου
Σαν την καρδιά μου σε αγαπώ.
Πάντα κοντά μου θέλω να σ’ έχω
Και αν σε χάσω θα τρελαθώ.

Έλα κοντά μου, κάτσε κοντά μου
Μείνε κοντά μου και σ’ αγαπώ
Τα μάτια κλαίνε, τα χείλη λένε
Όλα σου λένε πως σ’ αγαπώ.

Πάρτο χαμπάρι πως σ’ αγαπάω
Πως σε ζητάω, σε λαχταρώ
Όταν μου λείπεις καρδιοχτυπάω
Για σε ρωτάω για σε πονώ.

Για δε μου μιλάς

Όταν μου μιλάς, όταν μου γελάς
Πέφτουνε τα’ αστέρια στο μπαλκόνι
Όλα γαλανά, όλα φωτεινά
Γέλια και τραγούδια στα στενά.
Όταν μου μιλάς, όταν μου γελάς
Όμορφα η μέρα ξημερώνει
Γέλιο η ζωή, μια χρυσοπηγή
Και γελάω σαν μικρό παιδί.
Μα σαν δε μιλάς και σαν δε γελάς
Τη φτωχή καρδιά μου τυραννάς.
Όταν δε μιλάς κι όταν δε γελάς
Τα στοιχειά ξυπνάς και με πονάς.

Για δε μου μιλάς, για δε μου γελάς
Έφυγες και πας, και μας ξεχνάς.
Για δε μου μιλάς, για δε μου γελάς
Μη μας ξεχνάς, μη μας ξεχνάς.


Φύγαν’ τα παλιά, έρημη η φωλιά
Έσβησε η φωτιά στο παραγώνι,
Κρύα η αγκαλιά, σκοτεινή η γωνιά
Δεν ακούς γνωστή φωνή καμιά.
Γύρω μοναξιά, πλήξη κι αραχνιά
Σώπασε στο τζάκι το τριδόνι,
Έσβησε η λαλιά και στην αγκαλιά
Παίζουνε παιχνίδια τα στοιχειά.
Και δε μου μιλάς, ούτε μου γελάς
Γέλια σταματάς, λύπες σκορπάς,
Και δε μου μιλάς, ούτε μου γελάς
Τα στοιχειά ξυπνάς και με πονάς.

Για δε μου μιλάς, . . . . . . .

Όνειρο είναι η αγάπη

Μη μιλάς σαν σ’ έχω αγκαλιά
Μη μιλάς γιατί μιλάει η καρδιά.
Μη ρωτάς σφιχτά σαν σε κρατώ
Χίλια σ’ αγαπώ θέλω να σου πω.

Όνειρο είναι η αγάπη
Σ’ άλλους κόσμους σε γυρνά
Κει σου χτίζει ένα παλάτι
Και σε κυβερνά.


Μη ρωτάς η αγάπη που μας πάει
Είναι μάγισσα ξέρει που τραβάει.
Φίλα με και πάρε μ’ αγκαλιά
Κι άσε την καρδιά νάβρει τα σκαλιά.

Ταξιδάκι είν’ η αγάπη
Σ’ άλλους κόσμους σε γυρνά
Κει σου χτίζει ένα παλάτι
Και σε κυβερνά.

Μη μου κλαις σαν είμαι μακριά
Όπου κι αν βρεθώ σ’ έχω στην καρδιά
Μην ξεχνάς πως πάντα σ’ αγαπώ
Σ’ έχω μέσα μου άγιο φυλαχτό.

Καραβάκι είν’ η αγάπη
Σ’ άλλους κόσμους σε γυρνά
Κει μας χτίζει ένα παλάτι
Και σε κυβερνά.

Σε περιμένω

Κάθε βραδιά μ’ άδεια καρδιά σε περιμένω
Πάλι κοντά μου να γυρίσεις να σε δω
Το ξέρεις πως για σένα ζω και ανασαίνω
Χωρίς εσένανε να ζήσω δεν μπορώ.

Είναι δεμένη η ζωή μου στον παλμό σου
Σε σένα μόνο νοιώθω νάμαι ευτυχής
Γι αυτό προσμένω για να δω τον ερχομό σου
Έλα κοντά μου όσο πιο γρήγορα μπορείς.

Γύρνα ξανά, έλα ξανά, σε περιμένω
Διώξε την πίκρα και τον πόνο τον πικρό.
Είσαι για μένα το δικό μου πεπρωμένο
Γύρνα ξανά, σε αγαπάω σε ζητώ.


Τα βράδια μόνη στα στενά στριφογυρίζω
Ψάχνω να σ’ εύρω και παντού σ’ αναζητώ
Κι όλο πονώ, αναστενάζω και δακρύζω
Γιατί μου λείπεις, σε ζητάω, σ’ αγαπώ.

Πώς να ξεχάσω μια ζωή, μια τέτοια αγάπη
Είν’ αμαρτία ακόμη και να το σκεφτώ.
Είσαι η ζωή μου, της καρδιάς μου το παλάτι
Γι’ αυτό σε θέλω, σε ζητάω, σ’ αγαπώ.

Γύρνα ξανά, έλα ξανά, σε περιμένω
Διώξε την πίκρα και τον πόνο τον πικρό.
Είσαι για μένα το δικό μου πεπρωμένο
Γύρνα ξανά, σε αγαπάω σε ζητώ.

Νάμουν παιδί

Οι σκέψεις μου ξανά με παίρνουν
Σ’ αθώα χρόνια αλαργινά
Κει που τα όνειρα σε παίρνουν
Χαύνα βραδάκια θερινά.
Κει που δεκάχρονα παιδάκια
Ανίχνευαν ολημερίς
Σαν άφτερα μικρά πουλάκια
Τα μονοπάτια της ζωής.

Όλο χαρά, βοή και γέλια
Ήταν εκείνη η ζωή
Και τραγουδούσαμε μ’ αφέλεια
Τι όμορφα νάσαι παιδί.


Τρέχαμε οι δυο μας σαν ζαρκάδια
Η νια κι ο νιος κοντά μαλλιά
Παλεύαμε μέσ’ στα σοκάκια
Κι όποιος νικούσε, δυο φιλιά.
Πύργος ψηλός μικρό βασίλειο
Ήταν η παιδική ζωή
Ζούσαμε ένα τρελό ειδύλλιο
Κι οι ήρωες, εγώ κ’ εσύ.\

Όλο χαρά, βοή κι αφέλεια
Ήταν εκείνη η ζωή
Και τώρα λέω δίχως γέλια
Πως θάθελα νάμουν παιδί.

Είσαι για μένα η χαρά

Χίλια αηδόνια του μαγιού
Μου κελαηδούν χαρά μου
Όταν σε έχω δίπλα μου
Και μέσ’ στην αγκαλιά μου.

Ο φλοίσβος του πλατύ γιαλού
Κι ο μπάτης του πελάου
Ψιθυριστά κρυφομιλούν
Τρελά πως σ’ αγαπάω.

Λιώνουν τα χιόνια στα βουνά
Λιώνουν σαν την καρδιά μου
Που σιγοκλαίει και πονά
Σαν βρίσκεσαι μακριά μου.

Είσαι για μένα η χαρά,
Το είναι μου το φως μου.
Λαμπρό αστέρι του βορά,
Και του δικού μου κόσμου.

Είσαι της ζωής μου η ζωή
Είσαι της ψυχής μου η ψυχή
Όταν δε σε δω πάω να τρελαθώ
Κι όλο κλαίω σαν παιδί.
Ξέρεις σ’ αγαπώ, ξέρεις σε ζητώ
Αγαπούλα μου χρυσή.

Είπα να φύγω

Είπα να φύγω και την τύχη μου ν’ αλλάξω
Και την παλιά μου να ξεχάσω τη ζωή.
Είπα μια άλλη αγκαλιά να βρω ν’ αράξω
Μακριά απ’ εκείνου την ασφυκτική πνοή.

Δεν ήταν δύσκολο ένα δεσμό να λύσω
Και να διαλύσω τους κυκλώνες τους βουβούς.
Δεν ήταν δύσκολο μια αγάπη για ν’ αφήσω
Και να πετάξω για καινούργιους ουρανούς.

Μα ήταν δύσκολο ξανά ζωή ν’ αρχίσω
Και ν’ αντικρύσω μ’ άλλα μάτια το κοινό.
Ήτανε δύσκολο για κείνον να μιλήσω
Χωρίς να κλάψω σαν παιδί και να πονώ.

Πολλά υπόφερα ώσπου να τον ξεχάσω
Αν και δεν μπόρεσα να τον απαρνηθώ.
Ακόμη έκλαψα για να τα προσπεράσω
Τα τόσα εμπόδια που είχα να διαβώ.

Μα τώρα που τον εαυτό μου πάλι βρήκα
Αυτόν που ήθελα να βρω από καιρό,
Σε πιο χειρότερα προβλήματα εγώ μπήκα
Και πιο περισσότερο από πρώτα εγώ πονώ.

Κι ενώ πιο βίαια το είναι μου παλεύει
Από εκείνον τελικά ν’ απαλλαγεί
Μία φωνή σιγά, ψιθυριστά μου λέει
Πως δίχως κείνον η καρδιά μου δεν μπορεί.

Όπου αγάπησε

Κατά τύχη σ’ είδα χθες το δειλινό
Σαν περνούσες σένα γνώριμο στενό
Και μου θύμησες ξανά, τα δικά μας δειλινά
Όταν ήμασταν ζευγάρι ταιριαστό.
Και μου θύμησες ξανά, τα δικά μας δειλινά
Και του χωρισμού τον πόνο τον παλιό.

Ο καιρός ποτέ δε σβήνει
Ό,τι η αγάπη αφήνει
Κι αν ο χωρισμός την κάνει να πονά.
Ο καιρός ποτέ δε σβήνει
Ό,τι η αγάπη δίνει
Όπου αγάπησε ποτέ του δεν ξεχνά.


Είδα άλλονε σφυχτά να τον κρατάς
Και στα μάτια πιστικά να τον κοιτάς.
Μα σαν μ’ είδες να περνώ
Δίπλα σου μέσ’ στο στενό
Ένοιωσα όπως παλιά να με κοιτάς
Και τα μάτια σου τα δυο
Να μου λεν με δισταγμό
Πως δεν έπαψες εσύ να μ’ αγαπάς.

Κι αν χωρίσαμε στ’ αλήθεια
Κι αν η τύχη τυραννά
Και αλλού αν ξαποσταίνει η καρδιά
Δεν ξεχνιέται η πρώτη αγάπη
Μένει στης καρδιάς τα βάθη
Όπου αγάπησε ποτέ του δεν ξεχνά.

Πόσο σ’ αγαπώ

Όταν μου γελάς, όταν μου μιλάς,
Πόσο σ’ αγαπώ.
Όταν με κοιτάς κι όταν με φιλάς,
Πόσο σ’ αγαπώ.

Κι όταν σε κρατώ και σου τραγουδώ
Πόσο σ’ αγαπώ
Χείλη που μιλούν και φιλούν
Πάντα τα’ αγαπώ.

Πάρε με αγκαλιά, δώσε μου φιλιά
Και μη λες μιλιά.
Κράτα με σφιχτά, η καρδιά σκιρτά
Σαν πουλί πετά.

Μάτια γαλανά, φρύδια καστανά
Πόσο τα’ αγαπώ
Χείλη γραφικά, μάτια μαγικά
Πόσο τα’ αγαπώ.

Στο χορό που πας κι όταν τραγουδάς
Πόσο σ’ αγαπώ
Πες μου τι να πω άλλο από το
Πόσο σ’ αγαπώ.

Πήρα τα στενά να σε δω ξανά
Γιατί σ’ αγαπώ
Έχτισα φωλιά νάχω μια γωνιά
Για να σ’ αγαπώ.

Η άδεια καρδιά

Είν’ η τρελή καρδιά μου άδεια
Κι όλο πονάει κάθε βραδιά
Δίχως τα δυο γλυκά σου μάτια
Και τη δική σου την καρδιά.

Και τη ζωή μου εγώ τη δίνω
Δίχως αντίρρηση καμιά
Μονάχα ταίρι σου να γίνω
Κι ας ζούμε και στην ερημιά.

Είναι η άδεια καρδιά
Άνθος χωρίς ευωδιά
Άνθος μέσ’ στην αμμουδιά
Είναι η άδεια καρδιά.


Όλα του κόσμου τα παλάτια
Και του μαγιού την ευωδιά
Θάδεινα για τα δυο σου μάτια
Και την δική σου την καρδιά.

Δώσ’ μου καλή μου την ελπίδα
Ότι θα σμίξουμε οι δυο
Δώσ’ μου αγάπης ηλιαχτίδα
Και όσο ζω θα σ’ αγαπώ.

Είναι η άδεια καρδιά . . .

Δίχως τα μάτια σου

Δίχως τα μάτια σου εγώ δεν κάνω
Δίχως τα λόγια σου εγώ δεν ζω
Δίχως τα χάδια σου το νου μου χάνω
Δίχως τα γέλια σου γω δε γελώ.

Είσαι για μένανε όλη η ζωή μου
Ό,τι πολύτιμο εγώ κρατώ
Είσαι για μένανε η αναπνοή μου
Όνειρο νόστιμο και ζηλευτό.

Μ’ ένα φιλάκι σου με ανασταίνεις
Σε όνειρα με πας τρελής βραδιάς
Και στην αγκάλη σου όταν με παίρνεις
Γίνομαι πρίγκιπας, μαχαραγιάς.


Θέλω να βρίσκομαι πάντα κοντά σου
Θέλω στα χέρια μου να σε κρατώ
Θέλω να πνίγομαι μεσ’ τα φιλιά σου
Θέλω στο πλάι σου να περπατώ.

Σαν είμαι μόνος μου σ’ αναζητάω
Ψάχνω ολημερίς για να σε βρω
Και όποιον συναντώ για σε ρωτάω
Χωρίς εσένανε γω δεν μπορώ.

Μ’ ένα φιλάκι σου με ανασταίνεις
Σε όνειρα με πας τρελής βραδιάς
Και στην αγκάλη σου όταν με παίρνεις
Γίνομαι πρίγκιπας, μαχαραγιάς.

Ίσως μια μέρα

Θαρθώ ξανά, θαρθώ ξανά όπως το θέλεις
Θαρθώ ξανά αφού η καρδιά σου το ζητά
Θαρθώ ξανά γιατί το θέλω όπως το ξέρεις
Θαρθώ ξανά γιατί η καρδιά μου σ’ αγαπά.

Χρόνια παλεύω την απόφαση να πάρω
Πιο μονοπάτι στη ζωή ν’ ακολουθώ
Κι ενώ η συνείδηση μου λέει αλλού να πάω
Μου λέει η καρδιά σε σένα πίσω για ναρθώ.

Είναι η καρδιά πιο δυνατή
από τη συνείδηση, το ξέρω
Σκλάβο αυτή σε κάνει και ληστή
Κι εγώ υπακούω κι υποφέρω.

Είναι αυτό το πεπρωμένο
Και να το αλλάξω δεν μπορώ
Αυτό για μένα είναι γραμμένο
Πικρό κισμέτ, τύχη πικρή ν’ ακολουθώ.

Είδωλα κι άρρητα ρήματα
Που με δένουν στης απόγνωσης
Το σκοτεινό βυθό
Βήματα άβουλα βήματα
Που με πάνε σε παράλογης
Αγάπης το σταθμό.

Ίσως μια μέρα να ξυπνήσω κάτω από νέο ουρανό
Με δύναμη για να νικήσω τον άλλο μου τον εαυτό.

Όπου νάσαι

Όπου κι αν πας, όπου σταθείς και όπου νάσαι
Η αναπνοή μου πάντα θα σ’ ακολουθεί.
Οι αναμνήσεις σαν γελάς και σαν λυπάσαι
Θάναι για σένα πάντα άγνωστοι φρουροί.

Είναι τα χρόνια μας κρυμμένα στο σφυγμό σου
Και σε ποτίζουν με τα νάματα του χθες
Είναι κομμάτια καθαρά απ’ τον εαυτό σου
Και σ’ οδηγούν πάντα κοντά μου θες-δε-θες.

Ήτανε χρόνια μαγικά κι ευτυχισμένα
Προτού σου πάρει η υπεροψία το μυαλό
Ήτανε χρόνια χαρωπά και μαγεμένα
Που γίναν όνειρο φτωχό κι απατηλό.

Όμως του χωρισμού δε μούπες την αιτία
Γιατί επρόδωσες εκείνο το δεσμό
Γιατί παράτησες μια όμορφη ιστορία
Που την εχτίσαμε μ’ αλληλοσεβασμό.

Ίσως βαρέθηκες καθημερνή αγάπη
Ίσως να βρήκες τη ζωή ανιαρή
Ίσως βαρέθηκες το ίδιο το κρεβάτι
Και η ψυχή ζητούσε τ’ άγνωστο να βρει.

Μα όπου κι αν πας, όπου σταθείς και όπου νάσαι
Η αναπνοή μου πάντα θα σ’ ακολουθεί.
Οι αναμνήσεις σαν γελάς και σαν λυπάσαι
Θάναι για σένα πάντα άγνωστοι φρουροί.

Πού πας;

Πού πας και φεύγεις μακριά
Κι είν’ τα δυο τα χείλη σου βουβά;
Σιωπηλά τα βήματά σου
Που σε παίρνουν μακριά.

Πού πας και σιωπάς
Σε κανέναν δε μιλάς;
Θλίψη μέσ’ τα βήματά σου
Δάκρυα άτυχης καρδιάς.

Κει πού πας το ξέρεις δε γυρνάς
Σ’ όνειρα θα μας ζητάς
Σ’ όνειρα θα μας μιλάς
Κει που πας, κει που πάς.


Συ που πας, τα ίχνη που πατάς
Θλίψη και μαρτύριο είν’ για μας
Μαχαιριές που μας πονάνε
Πόνοι μιας καρδιάς.

Συ που πας μην ξεχνάς
Τη γλυκιά μορφή σου όπου κι αν πας
Μεις ποτέ δεν την ξεχνάμε
Μένει δω με μας.

Συ κι αν πας εγώ δε σε ξεχνώ
Σ’ έχω σένα φυλαχτό
Στην ψυχή μου σε κρατώ
Συ κι αν πας, όπου πας.

Σφίξε την καρδιά, κυρούλα

Σφίξε την καρδιά, κυρούλα, σφίξε την καρδιά
Γιατί έχω πικρά μαντάτα, απ’ την ξενιτειά
Έρχομαι από το παιδί σου, τα’ ακριβό παιδί σου
Που είχες πάντα τ’ όνομά του μέσα στην ψυχή σου.

Είν’ η ζωή τόσο πικρή, για σένα και για μένα
Μα είν’ ακόμα πιο πικρή γι΄ αυτούς που ζουν στα ξένα.

Σφίξε την καρδιά, κυρούλα, σφίξε την καρδιά
Γιατί τα’ ακριβό παιδί σου αρρώστησε βαριά.
Μέρα-νύχτα στο κρεβάτι το δικό σου πλάσμα
Έλα πάρε με μανούλα έλεγε με κλάμα.

Είν’ η ζωή τόσο πικρή . . .

Σφίξε την καρδιά, κυρούλα, σφίξε την καρδιά
Γιατί τα’ ακριβό παιδί σου δε θα δεις ξανά
Ένα πικραμένο δείλι, μια παγερή βραδιά
Έσβησε σαν το καντήλι και δε θάρθει πια.

Είν’ η ζωή τόσο πικρή . . .

Σφίξε την καρδιά, κυρούλα, σφίξε την καρδιά
Κάνε υπομονή το κλάμα δεν βοηθάει πια.
Όσοι φεύγουν απ’ τον κόσμο δεν ξαναγυρνάνε
Και αφήνουν δόλιες μάνες μόνες να πονάνε.

Είν’ η ζωή τόσο πικρή

Ο θάνατος της μάνας

Στη μέση σ’ έχουν μοναχή και όλοι γύρω κλαίνε
Τα εγγόνια ανάβουν τα κεριά κι ο γέρος κλαίει στη γωνιά
Οι συγγενείς σου όλοι πονούν, πονούν σαν σένανε κοιτούν
Και μ’ ένα βάρος στην ψυχή τα μοιρολόγια λένε.
Και να πιστέψω δεν μπορώ πως όλα τέλειωσαν εδώ
Και πως δε θα σε ξαναδώ, και μέσα μου όλα καίνε.

Στεγνά τα χέρια κι αδειανά σταυρώθηκαν εμπρός σου
Χωρίς μιλιά, χωρίς πνοή, το πρόσωπο χωρίς ζωή
Κλειστά τα χείλη και βουβά, τα μάτια σου χωρίς θωριά
Και κλαίω μ’ αναφιλητά τον άδικο χαμό σου.
Η θέση σου έμειν’ αδειανή, το δώμα σου χωρίς φωνή
Και να πιστέψει δεν μπορεί κανείς το θάνατό σου.

Ήσουν του εγγονιού γιαγιά, του γέροντα γυναίκα
Στο σπίτι σου νοικοκυρά, στη γειτονιά καλή κυρά
Για μένα όμως πιο πολύ ήσουν η μάνα η καλή
Που πόνεσα στην ξενιτειά και βόλεμα δε βρήκα.
Η μάνα πούχα στην καρδιά που μούδινε παρηγοριά
Που ήταν ίδια Παναγιά και της ζωής μου η προίκα.

Σκοτείνιασε στη γειτονιά τα φώτα τρεμοσβήνουν
Οι ξένοι φεύγουν βιαστικοί, σιγά τραυλίζουν κάποια ευχή.
Μα μέσα μου η παγωνιά απλώνει ρίζες και κλωνιά
Στα μάτια πέφτει καταχνιά κι οι πόνοι μου με πνίγουν.
Κι εκεί στην άκρη μοναχός σαν πληγωμένος αετός
Τα μάτια κλαίω συνεχώς που τη ζωή αφήνουν.

Μανούλα πικραμένη

Μανούλα πικραμένη, πικρή η πίκρα σου
Μανούλα πληγωμένη μαύρη κι η μοίρα σου
Οι πόνοι ερημώσαν ψυχή και σώμα σου
Το γέλιο σου το κλέψαν από το στόμα σου.

Μαύρο καράβι η ζωή μαύρα τα κύματα
Μαύρες μπόρες, μαύροι πόνοι, μαύρα θύματα
Μαύρες σκέψεις, εφιάλτες και προσχήματα.


Τα όνειρά σου γίναν αχνά φαντάσματα
Και η φτωχή καρδιά σου σωροί χαλάσματα
Τον έχασες το γιο σου και χρυσαστέρι σου
Το πλάσμα τ’ ακριβό σου του πόνου ταίρι σου.

Βάστα τον πόνο τον βαρύ και τα χτυπήματα
Μαύρες μπόρες, μαύρους πόνους, μαύρα βήματα
Μαύρες σκέψεις, εφιάλτες και προσχήματα.

Μανούλα πικραμένη νοιώθω τον πόνο σου
Τη μοίρα την κρυμμένη το μαύρο δρόμο σου.
Στου χάρου τα λημέρια μυριάδες πλήγματα
Μυριάδες παλικάρια μυριάδες θύματα.

Πονάει ο θάνατος πολύ, δίνει χτυπήματα
Μαύρες μπόρες, μαύρους πόνους μαύρα πλήγματα
Μαύρες σκέψεις, εφιάλτες και προσχήματα.

Κάλλιο Άδη

Κάνουνε βόλτα κάθε βράδυ
Στην κάτω γειτονιά του Άδη
Είναι τρεις ξενιτοθρεμένοι
Μα και ξενιτοπεθαμένοι.
Της ξενιτιάς τους πόνους λένε
Βρίζουν και κάπου-κάπου κλαίνε
Έχουν ψυχή μαύρο λουλούδι
Και όλο λένε το τραγούδι.

Κάλλιο Άδη, κάλλιο Άδη, παρά ξενιτιά ρημάδι
Παρά ξενιτιά ρημάδι πιο καλλίτερα στον Άδη.


Πάνε στου Άδη τα κουτούκια
Κι ακούν κλαρίνα και μπουζούκια
Πίνουν αράδα και μεθάνε
Και τις σκοτούρες τους ξεχνάνε.
Δίνουν κλωτσιές στα διαβολάκια
Και παραγγέλνουν μεζεδάκια
Πίνουν, χορεύουν και γελάνε
Κι οι τρεις παρέα τραγουδάνε.

Κάλλιο Άδη, κάλλιο Άδη,…

Ακόμη εκεί στριφογυρίζουν
Κι όλο την ξενιτιά τη βρίζουν
Από τα στέκια τους περνάνε
Κι όλο τους φίλους μελετάνε.
Όλοι φουμάρουν το βραδάκι
Πίνουν καφέ με καϊμάκι
Παίζουν το μαύρο κομπολόι
Και τραγουδούν το μοιρολόι.

Κάλλιο Άδη, κάλλιο Άδη,…

Ήμουν παιδί

Ήταν τα σπίτια φτωχικά μέσ’ το χωριό
Πάνε από τότε χρόνια
Κι ήταν γριούλες στις αυλές
Λουλούδια στα μπαλκόνια.

Στον κήπο ήταν ανθισμένη η πασχαλιά
Κι ο μόσχος στα σοκάκια
Γάργαρα τρέχαν τα νερά
Στα χορταρένια αυλάκια.

Και γω παιδί στα έντεκα
Έτρεχα σα ζαρκάδι
Απ’ τις κορφές στα χαμηλά
Κι απ’ το πρωί ως το βράδυ.

Αντιλαλούσε η φλογέρα απ την πλαγιά
Προτού να βγει η πούλια
Κι οι ζευγολάτες με τα ζα
Βγαίναν για μεροδούλια.

Κάτω απ’ τον πλάτανο ανάβλυζε η πηγή
Πέρα στο κάτω ρέμα
Κι ο Αϊ-Λιάς στην κορυφή
Έμοιαζε φύσης στέμμα.

Ήμουν παιδί στα έντεκα
Μα τώρα έχω γεράσει
Και δω μακριά στην ξενιτιά
Πονώ όσα έχω χάσει.

Ο γερο-μπεκρής

Κάθε βράδυ στην ταβέρνα ο γερο-μπεκρής
Πάρε, δώσε, πιες και κέρνα, και δόξα ο γιαραμπής

Χωρίς γυναίκα και παιδιά στης μοναξιάς την κλίνη
Απόκληρος στην ξενιτιά μονάχος έχει μείνει
Ο γερο-μπεκρής


Χίλια όνειρα χαμένα ψάχνει για να βρει
Μα είν’ τα χρόνια κουρασμένα και δεν το μπορεί.

Χωρίς γυναίκα και παιδιά στης μοναξιάς την κλίνη
Απόκληρος στην ξενιτιά μονάχος έχει μείνει
Ο γερο-μπεκρής


Το ποτό και το μεθύσι φίλοι του πιστοί
Κει τα μάτια του να κλείσει ο γέρος καρτερεί

Χωρίς γυναίκα και παιδιά στης μοναξιάς την κλίνη
Απόκληρος στην ξενιτιά μονάχος έχει μείνει
Ο γερο-μπεκρής

Μαριώ με λένε

Μαριώ με λένε, Μαριώ τσαχπίνα
Κι είμαι γυναίκα της εποχής.
Είμαι κοπέλα σεμνή και φίνα
Και σ’ ότι κάνω επιτυχής.
Μιλώ σταράτα σκέπτομαι ίσια
Δεν τις σηκώνω τις προσβολές
Φίλους διαλέγω παιδιά ντερβίσια
Και δεν ζητάω υπερβολές.

Είμαι κοπέλα της τιμής και της αξίας
Με φίνο γούστο και μποέμικη καρδιά
Ντραβάρω πάντα μερσεντές πολυτελείας
Και αγαπάω χρυσά παιδιά.


Μαριώ με λένε κι είμαι κυρία
Και στη ζωή μου αφεντικό.
Στο σπιτικό μου κρατώ τα αρχεία
παίζω, προστάζω μα και αγαπώ.
Δεν τα σηκώνω τα νταηλίκια
Ποτέ δεν είμαι στον άνδρα υπό
Μιλώ αντρίκια, σκέπτομαι αντρίκια
Τον άνδρα όμως τον αγαπώ

Είμαι κοπέλα …

Μάγισσα τρελλή

Δεν ξέρω τι να πω όταν σε χάνω
Μ’ απόγνωση τριγύρω μου κοιτώ
Δεν ξέρω που να πάω και τι να κάνω
Μα ξέρω πως πολύ σε αγαπώ.

Τα βράδια τα φιλιά σου ζητιανεύω
Τις νύχτες με λαχτάρα σε ζητώ
Τις μέρες μ’ αγωνία σε γυρεύω
Σε ψάχνω, σ’ αγαπώ, σ’ αναζητώ.
Σε θέλω, σε ποθώ και σε ζηλεύω
Σε θέλω, σε ποθώ και σ’ αγαπώ.

Μάγισσα τρελλή, άπιαστο πουλί
Με μάγεψες και πόνεσα και κλαίω
Μάγισσα τρελλή, γόησσα δειλή
Σ’ αγάπησα, σε λάτρεψα πολύ.


Σκλαβάκι σου με έκανες κυρά μου
Στα χέρια σου με παίζεις σαν μωρό
Μονάχα εσύ ορίζεις την καρδιά μου
Χωρίς εσέ να ζήσω δεν μπορώ.

Κοντά σου βρίσκει απάγκιο η καρδιά μου
Πετάω σαν το χέρι σου κρατώ,
Εσύ ‘σαι η συντροφιά στα όνειρά μου
Εσύ ‘σαι η γυναίκα π’ αγαπώ.
Εσύ ‘σαι η ζωή και η χαρά μου
Γιατί είσαι η γυναίκα π’ αγαπώ.

Μάγισσα τρελλή, . . .

Το ριζικό μου

Θαρρείς το ριζικό μου τώχει γράψει
Χαρά μεσ’ τη ζωή μου να μη δω
Για πάντα τα όνειρά μου τάχει θάψει
Και βάλσαμο να βρω πια δεν μπορώ.

Διαμάντια και χρυσό εγώ κι αν πιάνω
Σκουπίδια όλα γίνονται σωρό
Προτού να τα χαρώ εγώ τα χάνω
Και νάβρω ευτυχία δεν μπορώ.

Όλα χάνονται από μπρος μου
Έτσι ήτανε γραφτό
Είν’ αυτό το ριζικό μου
Μαύρο ριζικό.

Θαρρείς το ριζικό μου με πηγαίνει
Στ’ αχνάρια της ζωής σου τα βαθιά
Εκεί που ότι αγαπάς ευθύς πεθαίνει
Εκεί που ξεψυχά κάθε καρδιά.
Εσύ το ριζικό μου μούχεις δώσει
Υπεύθυνη είσαι για ότι τραβώ
Εσύ ότι αγαπούσα έχεις προδώσει
Εσύ μ’ έχεις καρφώσει στο σταυρό.

Όλα χάνονται …

Όπου και να πας

Όπου και να πάς για σένανε μιλάνε
Όπου και να πάς για σένανε ρωτούν
Όπου και να πάς γλυκά χαμογελάνε
Όπου και να πάς στα μάτια σε κοιτούν.

Σκλάβωσε η ομορφιά σου γέρους και παιδιά
Σκλάβωσε η αρχοντιά σου πνεύμα και καρδιά.
Όλοι σ’ έχουν στην καρδιά τους και σε αγαπούν
Και ζητούν μέσ’ την χαρά τους πάλι να σε δουν.
Και χορεύεις και μαγεύεις και δε μου μιλάς
Την καρδιά τους την παιδεύεις κούκλα μου γλυκιά.

Όπου και να πάς για σένανε μιλάνε
Όπου και να πας στα μάτια σε κοιτούν


Όπου και να πας και όποιους συναντήσεις
Όπου και να πας εμένα θα ζητάς
Όπου και να πας σε μένα θα γυρίσεις
Μένα θα ζητάς γιατί με αγαπάς.

Σήκω χόρεψε μαζί μου πάρε μ’ αγκαλιά
Σ’ αγαπώ πούσαι δική μου κούκλα μου γλυκιά.
Πάρε με στην αγκαλιά σου δώσε μου φιλιά
Μέθα με μέσ’ τα φιλιά σου αγάπη μου γλυκιά.
Και χορεύεις και μαγεύεις και δε μου μιλάς
Την καρδιά τους την παιδεύεις κούκλα μου γλυκιά.

Όπου και να πας και όποιους συναντήσεις
Μένα θα ζητάς γιατί με αγαπάς

Θέλω να σε δω

Θάρθω πάλι το βραδάκι να σε δω
Θάρθω πάλι καληνύχτα να σου πω
Σε θυμήθηκα ξανά, kι η καρδούλα μου πονά
Δίχως σένανε να ζήσω δεν μπορώ.
Σε πεθύμησα ξανά
Πήρα σβάρνα τα στενά
Και γραμμή για το σοκάκι σου τραβώ.

Θέλω να σε δω, θέλω να σε δω
Μούλειψες και σε πονάω, θέλω να σε δω
Σε πεθύμησα στο λέω θέλω να σε δω.


Ανυπόμονα την πόρτα σου χτυπώ
Σε φωνάζω, σε γυρεύω, σε ζητώ
Μα εσύ με αγνοείς, kαι δε βγαίνεις να με δεις
Κι αφού ξέρεις πως τρελά σε αγαπώ.
Μα εσύ με αγνοείς
Και δε βγαίνεις να με δεις
Για να δω το πρόσωπό σου το γλυκό.

Θέλω να σε δω . . .

Το ρολόι τώρα δώδεκα χτυπά
Κι είν’ ακόμα τα παράθυρα κλειστά
Άνοιχτα να σε χαρώ, θέλω τώρα να σε δω
Με πληγώνουν με παιδεύουν όλα αυτά.
Άρχισα να ανησυχώ
Και δεν ξέρω τι να πω
Στο παγκάκι θα την βγάλω τη νυχτιά.

Θέλω να σε δω . . .

Η μοντέρνα

Έφτασε το βράδυ, και σαν ύπνου χάδι
Έπεσε στης κόρης τα μαλλιά,
Που μέσ’ το σαλόνι, λεύτερη και μόνη
Να πλανέψει θέλει τη βραδιά.
Βάζει τα καλά της, φτιάχνει τα μαλλιά της
Και γραμμή στα κέντρα τα παλιά
Μόνη ορμά στην πόλη, δίχως πορτοφόλι
Τα έξοδα πληρώνουν τα παιδιά.

Μέσα στην ταβέρνα μπαίνει σαν αρχόντισσα κυρά
Μέσ’ στην πίστα κατεβαίνει και χορεύει στη σειρά.
Αγαπά τα τσιφτετέλια και τη μπουζουκοπενιά
Αγαπά χορούς και γέλια και λεβέντικα παιδιά.


Σιγοτραγουδάει και λοξά κοιτάει
Τους λεβέντες γύρω προκαλεί.
Θέλει τα μοντέρνα, και με πιες και κέρνα
Διασκεδάζουν όλοι τους μαζί.
Όσο πάει το βράδυ και το κέφι ανάβει,
Τόσο πέφτει η αγάπη στις καρδιές.
Χέρια αγκαλιάζουν, έρωτες φωλιάζουν,
Τρέλα, αγάπη, κέφι κι ό,τι θες.

Το κουμάντο κάνει η κόρη στο δικό της το χαβά
Όπου θέλει βάζει πλώρη και γραμμή για κει τραβά.
Δω κοιτά και πέρα βλέπει, δόξα νάχουν οι θεοί
Πάντα κάνει ό,τι πρέπει, και δεν φεύγει μοναχή.

Τι να κάνω

Το Ράκι το Μαράκι τ’ αγαπώ
Και καίγομαι, σκοτίζομαι και κλαίω
Γι’ αυτό στη γειτονιά της τριγυρνώ
Βραδιάζω, ξημερώνω και αναπνέω.

Το αγαπώ και μ’ αγαπάει το Μαράκι μου
Κι έχει γίνει τ’ όνειρό μου το μεράκι μου.


Την Σούλα την Τασούλα αγαπώ
Και καίγομαι σαν βρίσκομαι κοντά της.
Κι αυτή με αγαπά σαν το Χριστό
Και μ’ έχει φυλαχτό μέσ’ στην καρδιά της.

Τι να κάνω γω δεν ξέρω, αχ μανούλα μου
Με τις δυο που έχει μπλέξει η καρδούλα μου.


Το Νάκι το Ελενάκι τ’ αγαπώ
Το γέλιο της τον πόνο μου γιατρεύει
Κι εκείνη μ’ αγαπά πώς να το πω
Με θέλει με ζητά και με λατρεύει.

Τι να κάνω γω δεν ξέρω, αχ μανούλα μου
Με τις τρεις που έχει μπλέξει η καρδούλα μου.

Άλλη μια ζωή

Άμα μπορούσα νάχα κι άλλη μια ζωή
Ξανά στον κόσμο να γεννιόμουν αν μπορούσα
Πάλι μωρό να ήμουν και μικρό παιδί
Και τη ζωή μου άλλη μια φορά να ζούσα.
Χωρίς σημάδια και ρυτίδες στην ψυχή
Χωρίς σκοτούρες, παραισθήσεις και φροντίδες
Άμα μπορούσα νάχτιζα άλλη μια ζωή
Γεμάτη όνειρα, αγάπες και ελπίδες.

Στο λογισμό μου θα έβαζα σωστό σκοπό
Και τα χαμόγελα θα γέμιζα υποψίες
Θα μάθαινα πολύ καλά πως ν’ αγαπώ
Και πιο σωστά να εκτιμώ τις εμπειρίες.
Κι όταν τα χείλη σου υπόσχονταν χρυσά
Καρδιά κι αισθήματα θα χαλιναγωγούσα
Κι απ’ όσα έλεγες θα πίστευα μισά
Και θα εξέταζα καλά ποια θ’ αγαπούσα.

Άμα μπορούσα ν’ άρχιζα από την αρχή
Χωρίς της τύχης τις πληγές και κακουχίες
Χωρίς τα πάθη που παγώσαν’ την ψυχή
Χωρίς του έρωτα τις πλάνες ιστορίες.
Άμα μπορούσα να ‘σβηνα από τη ζωή
Μ’ ένα σφουγγάρι παρελθόν και περασμένα
Νάχα το είναι μου σαν άγραφο χαρτί
Δίχως μουντζούρες, μελανιές κα πάθη ξένα.

Στο λογισμό μου θάβαζα διπλό κλειδί
Θα εκτιμούσα υποσχέσεις μ’ υποψία
Τα ίδια λάθη να μην κάνω σαν παιδί
Και να μην πέσω θύμα μέσ’ την κοινωνία.
Κι όταν τα χείλη σου . . .

Πήρα σβάρνα

Τέλειωσε το ντόλτσε βίτα με τη σύζυγο τη Ρίτα
Και γιορτάζω με την κλίκα την δική μου λευτεριά.
Δίχως κρεβατομουρμούρα, παίρνω δρόμο σαν τη σβούρα
Μια κεφάτος και μια σούρα - την περνάω μια χαρά.

Κάνω γιούρια κάθε βράδυ πριν να πέσει το σκοτάδι
Και σαν νηστικό ζαρκάδι παίρνω σβάρνα τα στενά.
Με τον Παύλο το Σερέτη στου Μενέλαου το στέκι
Και μετά από κει παρέκει στο κουτούκι του Μηνά.

Τραγουδώ και διασκεδάζω και το Γιαραμπή δοξάζω
Που την πήρε από κοντά μου κι είμ’ ελεύθερο πουλί.
Κάνω ό,τι μ’ αρέσει εμένα, δε ρωτάω πια κανένα
Στο ντουνιά και στον οντά μου την περνάω τρε-ζολί.


Ήθελε να με ορίζει και δεν έπαυε να βρίζει
Να μη με υπολογίζει, να μου γίνεται βραχνάς.
Να μου λέει να μη βγαίνεις, στον τεκέ να μην πηγαίνεις
Και τα πιάτα να μου πλένεις και να μην μου αντιμιλάς.

Και της είπα άιντε χάσου, τελειώσαν' τα σπερνά σου
Μάζεψε τα πράγματά σου και στη μάνα σου να πας.
Κάλλιο γω μονός και κρίνος, παρά γω διπλός και θρήνος
Άιντε τώρα φύγε χάσου και για μένα μη ρωτάς.

Τώρα στον τεκέ τη βγάζω και το Γιαραμπή δοξάζω
Που την πήρε από κοντά μου κι είμ’ ελεύθερο πουλί.
Κάνω ό,τι μ’ αρέσει εμένα, δε ρωτάω πια κανένα
Στο ντουνιά και στον οντά μου την περνάω τρε-ζολί.

Γονέων αμαρτίες

Στη φυγή σου άρπαξες δυο μικρά παιδάκια
Κι αλλού τα σπίτωσες σ’ άγνωστα σοκάκια.
Τώρα είναι ο χωρισμός δυο φωλιές δυο πόνοι
Δω γονιός εκεί γονιός κι η οικογένεια σκόνη.

Παιδί χωρίς πατέρα
Πουλί χωρίς φτερά
Δίχως το φως ημέρα
Σώμα χωρίς καρδιά.
Του χωρισμού αιτίες
Διαβόλων ρημαδιά,
Γονέων αμαρτίες
Πληρώνουν τα παιδιά.
Ζωή έχεις μοιράσει
Μα σε δε σε πονά
Παιδιά πούχεις δικάσει
Να ζούνε ορφανά.


Ένα σπίτι έκλεισες άλλο για ν’ ανοίξεις
Κι ίσως να το πέτυχες όπως θες να ζήσεις.
Όμως τα μικρά παιδιά κανείς δεν τα ρωτάει
Αν στ’ αλήθεια η καρδιά χαίρεται ή πονάει.

Παιδί χωρίς πατέρα. . .

Έχασα τα νιάτα μου

Τέρμα πια στα πάθη μου
Στους πόνους μου που πνίγω
Έτσι τώρα ταίρι μου
Ήρθε ο καιρός να φύγω.
Τέρμα στις άγρυπνες νυχτιές
Τέρμα στους φόβους, στις πληγές
Πήγανε τα νιάτα μου χαμένα
Και για όλα αυτά εσύ φταις.

Τώρα κάνε ότι θες,
Εμένα δε με νοιάζει
Πάει, πέρασε το χθες
Δω η ζωή αλλάζει.
Φεύγω μακριά κι ας μην το θες
Και δεν με νοιάζει συ κι αν κλαις
Έχασα τα νιάτα μου με σένα
Και για όλα αυτά συ φταις.

Από τούτη τη στιγμή
Ελεύθερος θα ζήσω
Δίχως όρια ή προσταγή
Νέα ζωή θα χτίσω.
Βλέπω τις πόρτες ανοιχτές
Βλέπω και γελαστές μορφές
Έχασα τα νιάτα μου με σένα
Και για όλα αυτά συ φταις.

Φίλα με κι αγάπα με

Δώσ’ μου να χαρείς τα δυο τα μάτια σου να χαρείς τα μάτια σου
Δώσ’ μου νάχω συντροφιά τα χάδια σου, πάψε τα γινάτια σου.
Θέλω να κρατώ τα δυο τα χέρια σου, να κρατώ τα χέρια σου
Θέλω να φιλώ τα δυο τα χείλια σου, δώσε μου τα χείλια σου.
Δώσ’ μου να χαρείς τα δυο τα μάτια σου, νάχω λίγη συντροφιά
Δώσ’ μου να χαρείς τα δυο τα χείλια σου
Δώσ’ αγάπη μου γλυκιά.

Δώσ’ μου τα φιλιά σου τούτη τη βραδιά
Δώσ’ μου την καρδιά σου, αγάπη μου γλυκιά


Μούλειψαν τα τρυφερά τα χάδια σου, και πονώ κάθε βραδιά
Μούλειψαν τα τρυφερά τα λόγια σου, μούλειψε η παρηγοριά.
Άσε με ν’ ακούω τα λογάκια σου, βάλσαμο στον πόνο μου
Άσε με να νοιώθω τα χαδάκια σου, μη μ’ αφήνεις μόνο μου.
Δώσε μου τα τρυφερά τα λόγια σου, λόγια όλο ευωδιά
Δώσε μου τα τρυφερά τα χάδια σου
Βάλσαμο μεσ’ στην καρδιά.

Δώσ’ μου τα φιλιά σου . . .

Άκουσέ με φίλα με και κράτα με, λαμπερό αστέρι μου
Κοίτα με στα μάτια και αγάπα με, μη διστάζεις ταίρι μου.
Κάνε το σπιτάκι μου παλάτι σου, θρόνο το σκαμνάκι μου
Πάρε με τα βράδια στο κρεββάτι σου, πάρε με αγάπη μου.
Κοίτα με στα μάτια και αγάπα με, φίλα με κι αγάπα με
Χάιδεψέ με, φίλα με κι αγάπα με
Πάρε με κι αγάπα με.

Δώσ’ μου τα φιλιά σου . . .

Στο διάβολο να πας

Επάγωσε στα στήθη η καρδιά μου
Σαν σ’ είδα αγκαλιά να τον κρατάς
Στα χέρια σου να έχεις τα κλειδιά μου
Και κείνονε στο στόμα να φιλάς.

Για χρόνια σ’ είχα πάντα στο πλευρό μου
Για σένα έπεφτα και στη φωτιά
Μα συ διπρόσωπη, με φόρτωσες ντροπή
Και πρόδωσες μια τίμια καρδιά.
Μα συ απατηλή με πόνεσες πολύ
Και πρόδωσες μια τίμια καρδιά.

Σε είδα ερωτικά να τον χαϊδεύεις
Στα μάτια θελκτικά να τον κοιτάς
Τη νιότη κι ομορφιά του να παινεύεις
Αγάπη και φιλία να ζητάς.

Και είπα αν αυτό ‘ναι που γυρεύεις
Στο διάβολο και συ κι ότι ποθείς.
Δε θέλω να σε δω, να μη σε ξαναδώ
Στο διάβολο να πας και να χαθείς.
Δε θα στο ξαναπώ να φύγεις από δω
Στο διάβολο να πας και να χαθείς.

Μια κοπελιά

Μία κοπελιά, με ξανθά μαλλιά
Βγήκε απόψε για σεργιάνι όλο τσαχπινιά
Όμορφα μιλά και χαμογελά
και για το χορό το βάζει η ομορφονιά.
Χείλη βελουδένια, μάτια θαλασσιά,
Χρυσοφιλντισένια η κορμοστασιά
Κόρη που μαγεύει κάθε μια βραδιά,
Κόρη που παιδεύει γέρους και παιδιά.

Και οι νιοι κοιτούν και τη χαιρετούν
Και τα κάλλη της θαυμάζουν και γι’ αυτή ρωτούν.
Για αυτή μιλούν και κρυφά ποθούν
Χέρι-χέρι να χορέψουν και να γνωριστούν.


Μία κοπελιά, με ξανθά μαλλιά
Χόρευε το τσιφτετέλι η ομορφονιά
Γύρω χαλασμός και πανζουρλισμός,
Μοιάζει λαμπερό αστέρι μεσ’ στην καταχνιά.
Κι ενώ γύρω όλοι οι νέοι την κοιτούν
Και με στεναγμό την κοπελιά ποθούν
Να την πλησιάσουν δεν το προσπαθούν,
Μόνο αναστενάζουν και κρυφομιλούν.

Κι όλοι τραγουδούν και χοροπηδούν
Τρώνε, πίνουν και χορεύουν μα δεν της μιλούν.
Μέσα τους φωτιά καίει στην καρδιά
Μα δεν ξέρουν τι να κάνουν τα δειλά παιδιά.


Μία κοπελιά, με χρυσά μαλλιά
Μέσ’ του γέρου πάει και πέφτει τη ζεστή αγκαλιά
Γιατί ήταν αυτός ο μοναδικός
που της έδωσε στο χέρι δυο γλυκά φιλιά.
Είχε μάθει ο γέρος τους παλιούς καιρούς
Πως η τύχη πάντα βοηθά τους τολμηρούς
Και μ’ αυτό τον τρόπο ήξερε καλά
Ότι θα περάσει μια τρελή βραδιά.
Και η κοπελιά χόρευε αγκαλιά
Με το γέρο όλο χάρη όλη τη νυχτιά.

Κι όλα τα παιδιά δε βγάζουν μιλιά
Μόνο την κοιτούν με ζήλια την τρελή τη νια.

Ποτηράκι

Εγώ πίνω ένα-ένα, μόνο ένα κι άλλο ένα
Ένα πίνω για εμένα κι άλλο ένα για εσένα.
Εγώ πίνω ένα-ένα ποτηράκι στην ταβέρνα
Με δυο χείλη απελπισμένα γιατί αγαπώ εσένα.

Έτσι ποτηράκι-ποτηράκι τα τραβώ
Ίσια κι εξηγημένα
Είμ’ αριστοκράτης στο ποτήρι π’ αγαπώ
Μα αγαπώ και σένα.
Αν δεν έχω σένα θέλω κάτι να φιλώ
Τα χείλη είναι θλιμμένα.
Κι αν εσύ δεν θέλεις ποτηράκια να τραβώ
Αγάπα με και μένα.

Έλα μη με κατακρίνεις και φαρμάκια μη μου δίνεις
Μάθε το και συ να πίνεις και παρέα μου να γίνεις.
Η αν θέλεις να το κόψω όπως λες για να προκόψω
Δώσε μου την αγκαλιά σου για να πίνω τα φιλιά σου.

Έτσι ποτηράκι . . .

Σαν μου λείπουν τα φιλιά σου και ζητώ την αγκαλιά σου
Στο κρασοπουλειό τραβάω και τα χείλη σου ζητάω.
Κι αν με αγαπάς στ’ αλήθεια δώσ’ μου μια μικρή βοήθεια
Κάνε με δικό σου ταίρι και θα κόψω το ποτήρι.

Έτσι ποτηράκι . . .

Ο Κώστας κι η κυρά

Τον Κώστα το λεβέντη τον πρώτο γυναικά
Τον είδανε ένα βράδυ με μια ψηλή κυρά.
Τον είδανε να μπαίνει με στόμφο και χαρά
Σ’ ένα μεγάλο κέντρο με την ψηλή κυρά.
Κι ο Κώστας την κρατούσε σφιχτά και τρυφερά
Στα χείλη τη φιλούσε τη λυγερή κυρά.

Κι όλοι που την ξέρανε την ψηλή κυρά
Γεια σου του φωνάζανε
Στα κρυφά μιλούσαν μα και φανερά
Και τόνε πειράζανε.
Μα δεν παίρνει αυτός χαμπάρι
Ότι η ομορφονιά
Είναι ένα παλικάρι
Που του κάνει την κυρά.


Χορεύανε οι δυο τους αγκαλιαστό χορό
Ο Κώστας κι η κοπέλα με πάθος τρυφερό
Κι ο Κώστας στο μεθύσι ρεμβάζει με χαρά
Ξέρει την έχει ψήσει τη λυγερή κυρά.
Στο τέλος την φιλάει στα χείλη τρυφερά
Και γελαστός τραβάει γραμμή για τον οντά.

Πλάνα σχεδιάζει πλάνα πονηρά
Πονηρά και ξωτικά
Έρωτες τη νύχτα όνειρα τρελά
Όμορφα και μαγικά.
Φεύγει ο Κώστας ζαλισμένος
Με χαμόγελο λαμπρό
Μα δεν ξέρει ο καημένος
Το δικό του τυχερό.

Δεν κάνω τίποτα

Το ξέρεις πως πολύ σε αγαπάω
Για σένα πέφτω μέσα στη φωτιά
Κι αν άλλες που και που εγώ κοιτάω
Εσένα δε σ’ αλλάζω με καμιά.
Τον όρκο μου εγώ δεν τον πατάω
Του κόσμου κι αν μου δώσουν τ’ αγαθά.

Κι αν αυτές με αγαπούν
Εγώ δεν πειράζομαι
Άσε αυτές να με τραβούν
Εγώ δεν μοιράζομαι
Κι όταν κείνες με φιλούν
Εγώ σένα σκέπτομαι
Χίλια δυο και να συμβούν
Εγώ σε σένα έρχομαι.

Εγώ δεν κάνω τίποτα στο λέω
Τα χέρια μου είναι πάντα καθαρά
Κι αν κείνες με παλεύουν γω δε φταίω
Στο τέλος γω τους λέω γεια-χαρά
Σε σένα δίνω το φιλί το τελευταίο
Γιατί είσαι η δική μου η κυρά.

Κι αν αυτές με αγαπούν . . .

Μη μου λες

Μη μου λες ψυχή πως έχεις
Μη μου λες πώχεις καρδιά
Τίποτα εσύ δεν έχεις μόνο τρέλα κι ομορφιά.
Τίποτα δε λογαριάζεις κι είμαι γω το ντέφι σου
Στο χαβά σου εσύ με παίζεις
Μόνο για το κέφι σου.
Μη μου κάνεις κορδελάκια εγώ τα μισώ
Δείξε μου στοργή κι αγάπη αν θες να σ’ αγαπώ.

Μη μου λες πως έχεις γνώση
Για δεν ξέρεις τι μιλάς.
Συ δεν ξέρεις τι είναι αγάπη μα αγάπες μου πουλάς.
Άλλον βλέπεις τα βραδάκια κι άλλον το πρωί φιλάς
Μας περνάς για κουτσαβάκια
Και θαρρείς πως μας γελάς.
Πάψε τούτη τη συνήθεια, τέρμα ως εδώ
Μάθε πρώτα τι είν’ αγάπη αν θες να σ’ αγαπώ

Μη μου λες πως έχεις μπέσα
Συ φιλίες δεν κρατάς.
Σ’ όλα τα στραβά είσαι μέσα και στα στέκια περπατάς.
Άστατη και παιχνιδιάρα, γελαστή και πονηρή,
Ομορφούλα και ναζιάρα, μια γλυκιά και μια πικρή
Δείξε μου καρδιά και μπέσα δρόμο σταθερό
Δείξε μου στοργή κι αγάπη αν θες να σ’ αγαπώ.

Ψάχνω να τη βρω

Ψάχνω, ψάχνω να την βρω
Ψάχνω για την χαρά μου
Βόηθα, βόηθα να τη βρω Χριστέ και Παναγιά μου.
Δίχως κείνη στο πλευρό ματώνει η καρδιά μου
Και να ζήσω δεν μπορώ
Μ’ εκείνη μακριά μου.

Κι όλο τρέχω, κι όλο τρέχω. ψάχνω να την βρω,
Δεν αντέχω, δεν αντέχω, άλλο δεν μπορώ.


Άδειο το προσκεφάλι μου
Άδειο το σπιτικό μου
Κλαίω για το χάλι μου τον πόνο τον δικό μου
Γύρνα μέσ’ την αγκάλη μου αγάπη κι όνειρό μου
Βόηθα με στη ζάλη μου
Διώξε το στεναγμό μου.

Κι όλο τρέχω,…

Ξέρω, εγώ σε πίκρανα
Σ’ έκανα να πονέσεις
Θέλω ό,τι σου έκανα να μου τa συγχωρέσεις.
Βλέπω, συ με έμαθες καρδιές να εκτιμάω
Δίχως πάθη κι ενοχές
Σωστά να αγαπάω.

Κι όλο τρέχω,…

Καμώματα μου κάνεις

Τον άντρα π’ αγαπάς ποτέ μην τον πληγώνεις
Να τον γλυκοφιλάς και να μην τον τυραννάς
Τον άνδρα π’ αγαπάς να μην τον βαλαντώνεις
Να του γλυκομιλάς και ποτέ μην τον γελάς.

Μα εσύ δε με προσέχεις ούτε με ζητάς
Τα βραδάκια στις ταβέρνες πας και τριγυρνάς
Όπου θέλεις συ πηγαίνεις δίχως να ρωτάς
Την καρδιά μου την παιδεύεις κι όλο με πονάς.

Καμώματα μου κάνεις, καμώματα μου κάνεις
Καμώματα μου κάνεις και πας να με τρελάνεις


Τον άντρα π’ αγαπάς ποτέ μην τον παιδεύεις
Του άντρα π’ αγαπάς να μην του αντιμιλάς
Τον άντρα π’ αγαπάς γλυκά να τον χαϊδεύεις
Του άντρα π’ αγαπάς το χατίρι μη χαλάς.

Ό,τι θέλεις σου το δίνω κι ό,τι μου ζητάς
Γέφυρα για σε θα γίνω για να με πατάς
Μα σταμάτα τα ναζάκια και την πονηριά
Πάψε και τα κορδελάκια αγάπη μου γλυκιά.

Καμώματα μου κάνεις . . .

Κοίταξε να δεις

Κοίταξε να δεις, να δεις πούχουμε φτάσει
Σκάρτεψε ο ντουνιάς και λύση πουθενά.
Αγώνας η ζωή, λαβύρινθος η πλάση
Και όλοι τους ζητούν πολλά και πιο τρανά.
Εκείνη απαιτεί αυτόν να προσπεράσει
Κι εκείνος πληγωμένος τα βλέπει και πονά.

Σκάρτεψε ο ντουνιάς, πάν’ τα καλά τα χρόνια
Άλλαξε η ζωή κι οι νόμοι οι καλοί
Τώρα οι κυρές, φορούν τα παντελόνια
Κι αγάπη να ζητάς είναι μια προσβολή.


Κοίταξε να δεις, τη νέα κοινωνία
Κει που ο λογικός για ανθρωπιά πεινά.
Η αγάπη έγινε έρωτας, κι ο έρωτας μανία
Κι οι σχέσεις οι ανθρώπινες ενθύμια φτηνά.
Τιμή και παντρειά δεν έχουν σημασία
Σύζυγος και παιδιά είναι προσωρινά.

Σκάρτεψε ο ντουνιάς . . .

Η Μάρω θέλει σκότωμα

Η Μάρω θέλει σκότωμα
Της πρέπει καρμανιόλα
Θέλει σταυρό στον ώμο της, μαστίγιο στο χέρι της
Μαστίγιο και σκότωμα της πρέπουν τούτα όλα.
Η Μάρω θέλει σκότωμα
Θέλει την καρμανιόλα.

Κοίτα πως κατάντησε, κοίτα πούθε πάει
Όλα τα παράτησε, αμαρτωλά ζητάει
Η Μάρω θέλει σκότωμα.


Η Μάρω θέλει σκότωμα
Θέλει την καρμανιόλα
Που άφησε άντρα και παιδιά χωρίς να βγάλει τσιμουδιά
Που πήρε τα παλιόδρομα και είναι μέσα σ’ όλα.
Η Μάρω θέλει σκότωμα
Θέλει την καρμανιόλα.

Κοίτα πως κατάντησε . . .

Η Μάρω θέλει σκότωμα
Θέλει την καρμανιόλα.
Που πήρε δρόμους και στενά και στις ταβέρνες τριγυρνά
Που άλλαξε και τα’ όνομα και έγινε Μαργιόλα.
Η Μάρω θέλει σκότωμα
Θέλει την καρμανιόλα.

Κοίτα πως κατάντησε . . .

Site Design by Wagga Wagga Web © 2020 BJ Tucker