Μανιασμένα ακονίζουν τα μαχαίρια
Και μ’ ασέβεια βλαστημάνε τα ιερά.
Είναι του μαύρου κάτω κόσμου τα ξεφτέρια,
Είναι του κέρβερου ζαγάρια διαλεχτά.
Τα καλά τα παλλικάρια ξεδιαλέγουν
Στο δεφτέρι τους τραβούν μια μολυβιά
Με σαΐτες στην καρδιά τα σημαδεύουν
Και προσμένουν του αφέντη τη μιλιά.
Βόηθα Χριστέ τα δόλια παλλικάρια,
μάνες τα στολίζουνε κόρες τ’ αγαπούν
Βόηθα Χριστέ τα πράσινα βλαστάρια,
κρίμα να χαθούν, κρίμα να χαθούν.
Τα μεγάλα τριγυρίζουν στα παγκάκια
Τα μικρά καραδοκούν από μακριά,
Και μετά ποδοβολάνε στα σοκάκια
Και μουγκρίζουν σαν αλλόκοτα στοιχειά.
Την αυγή σα λυσσασμένα νιαουρίζουν
Κι ανυπόμονα παλεύουν με οργή
Διαρκώς τα κατατόπια τριγυρίζουν
Και τ’ αφέντη καρτερούν την διαταγή.
Βόηθα Χριστέ. . .
Τώρα δένουν τα κατάμαυρα τσεμπέρια
Ήρθε η ώρα για να γίνει το κακό
Ξαναβάφουν με φαρμάκι τα μαχαίρια
Και ορμάνε μ’ ένα ούρλιασμα φριχτό.
Δεν φοβούνται, δεν πονάνε ούτε κλαίνε
Μια ζωή που θα τελειώσουνε νωρίς
Αλλά κλαίνε τώρα εκείνοι που δε φταίνε
Και την τύχη τους ν’ αλλάξεις δεν μπορείς.
Βόηθα Χριστέ . . .
Μην ψάχνεις να με βρεις σε κήπους ανθισμένους
Σε δρόμους στολισμένους ποτέ δε θα με βρεις.
Εκεί που στεναγμός, δαρμός και σταυροκόπι
Που φθείρονται οι ανθρώποι γυρνάω μοναχός.
Τα χέρια παγωμένα, σπασμένα τα φτερά
Τα μάτια δακρυσμένα, καρδιά χωρίς φτερά.
Μόνος μου ζω, μόνος πονώ μόνος με το πεπρωμένο
Δίχως ζωή, δίχως πνοή τίποτα πια δεν προσμένω.
Μην ψάχνεις να με βρεις σ’ ακτές ηλιολουσμένες
Σε στράτες χιονισμένες θαρθείς για να με δεις.
Αυτό που έχει μείνει οι πόνοι το παιδεύουν
Κοράκια τ’ αγναντεύουν και κράζουν με οργή.
Τα χέρια παγωμένα …
Μην ψάχνεις να με δεις σε πράσινα περβόλια
Σε έρημα ακρογιαλιά θαρθείς για να με βρεις.
Του κόσμου ο παλμός για μένα έχει σβήσει
Και στης ζωής τη δύση πλανιέμαι μοναχός.
Μια ζήση προδομένη σπασμένα τα φτερά
Είν’ η ζωή δοσμένη καρδιά χωρίς χαρά.
Μόνος μου ζω, μόνος πονώ, μόνος με το πεπρωμένο
Δίχως ζωή, δίχως πνοή τίποτα πια δεν προσμένω.
Σε ζητάει ο νους, σε ζητάει η ψυχή
Σε ζητάει η καρδιά
Μπρος σου χαραυγή, πίσω σου κραυγή
Κεραυνοί και καταχνιά.
Κει ψηλά που σε κρατάνε, κει ψηλά που σ’ αγαπούν
Με αιώνες σε μετράνε μ’ άπειρο σε εκτιμούν.
Κι όλοι σ’ αγαπούν και σ’ αναζητούν.
Χάθηκε η πνοή, έσβησε το φως
Κι όλοι κλαίνε διαρκώς.
Σκόνταψε η ζωή, θέριεψε ο καημός
Δάκρυσε κι ο ουρανός.
Δεν μιλούν οι πεθαμένοι, δεν πονάνε δεν γελούν
Η ψυχή τους είν’ θλιμμένη, και στ’ αστέρια περπατούν
Δεν ξαναγυρνούν…, δεν ξαναγυρνούν.
Σε ζητάει η ζωή, σε ζητά η χαρά
Σε ζητάει ο γονιός
Ήσουνα παιδί, ήσουνα η ζωή
Ήσουν το δικό του φως.
Κει που αγγέλοι σε κρατάνε, κει που αγγέλοι σ’ αγαπούν
Με αιώνες σε μετράνε μ’ άπειρο σε εκτιμούν.
Κι όλοι σ’ αγαπούν και σ’ αναζητούν.
Έχασες τον ήλιο την αυγή
Έχασες τ’ αστέρια το φεγγάρι
Σούφυγε η αίσθηση η πνοή
Σούφυγε τα’ αιθέριο παλικάρι.
Σ’ έπνιξαν τα δάκρια και πονάς
Θέριεψε η θλίψη κι υποφέρεις
Καταριέσαι και παραμιλάς
Μα το αποτέλεσμα το ξέρεις.
Κάνε υπομονή, κάνε υπομονή, κάτι θα γενεί
κάτι θα γενεί, κάτι θα γενεί, κάνε υπομονή.
Γύρω η θωριά του αισθητή
Αισθητό και το χαμόγελό του
Όμως μόνο έμεινε η σιωπή
Μην προσμένεις πια τον ερχομό του.
Γύρω σου συντρίμμια η ζωή
Πόνος, σκοτεινιά κι ανεμοζάλη
Ψάχνεις για να βρεις λίγη στοργή
Απ’ τη μαύρη θλίψη να σε βγάλει.
Κάνε υπομονή,…
Πάψε πια μερόνυχτα να κλαις
Πάψε να θρηνείς ν’ αναστενάζεις
Ξέρω αυτά δεν είν’ υπερβολές
Όμως με την τύχη μην τα βάζεις.
Πάψε εξηγήσεις να ζητάς
Φύγανε κι οι πιο στερνές ελπίδες
Σούφυγε το βάθρο που πατάς
Κι ήλθαν της νυχτιάς οι νυχτερίδες.
Κάνε υπομονή,…
Σ’ έχασα το μεσονύχτι
Κι έκλαψα παράφορα
Κι αντηχούσαν μέσ’ στο σπίτι
Μοιρολόγια θλιβερά.
Πέταξες ψηλά στ’ αστέρια
Με του χάρου τα φτερά
Μείναν αδειανά τα χέρια
Αδειανά και παγερά.
Έφυγες μεσ’ στο σκοτάδι και δε θα γυρίσεις πια
Τρέχει ο πόνος σα ζαρκάδι και μου τρώει την καρδιά.
Έσβησες το μεσονύχτι
Πούχες μείνει μόνος σου
Σώπασε το καρδιοχτύπι
Φούντωσε κι ο πόνος σου.
Έπεσε βαθύ σκοτάδι
Κι έκλεισε το διάβα σου
Έγινε η ζωή σου βράδυ
Και θρηνώ το δράμα σου.
Έφυγες μεσ’ στο σκοτάδι . . .
Έφυγες το μεσονύχτι
Πέταξες σαν τα πουλιά
Και του μαύρου πένθους δίχτυ
Έπεσε μεσ’ την καρδιά.
Κι όταν πέφτει το σκοτάδι
Και σωπαίνουν τα πουλιά
Τριγυρνώ σαν το ζαρκάδι
Και ζητώ παρηγοριά.
Έφυγες μεσ’ στο σκοτάδι. . .
Στα μπουζουκάδικα θα βρείτε τον Αντώνη
Κατσουφιασμένο, σιωπηλό και σκεφτικό
Εκεί που βρίσκουν γιατρικό όλοι οι πόνοι
Σε μια γωνιά που έχει κάνει σπιτικό.
Πυκνός καπνός και μουσική απ’ τα μπουζούκια
Και μαύρες σκέψεις που του κάνουν συντροφιά
Τόνε τραβούν απ’ τις ταβέρνες στα κουτούκια
Και του πουλάνε νοθεμένη λησμονιά.
Παροξυμένες ενοχές τον βασανίζουν
Με παραισθήσεις και κατάθλιψη βαριά
Σ’ εξορκισμένα κατατόπια τον γυρίζουν
Και λίγο-λίγο τόνε σπρώχνουν πιο βαθιά.
Δεν μιλά, δεν γροικά, δεν μιλά μονάχα πίνει
Δεν μιλά, κι η πενιά, γιατρικό στον πόνο δίνει.
Θανατηφόρες μαχαιριές που τον καρφώνουν
Οι αναμνήσεις τού τραντάζουν το μυαλό
Τον κυβερνούν, τον στραπατσάρουν, τον πληγώνουν
Και προσπαθεί να τις ξεπλύνει στο πιοτό.
Αυτά που έχασε θυμάται και πονάει
Αναστενάζει κι όλο βρίζει τα ιερά
Μα ο χαμός μεσ’ το μυαλό του τριγυρνάει
Και μέσ’ τον πόνο η καρδιά του σπαρταρά.
Παροξυμένες ενοχές τον βασανίζουν
Με παραισθήσεις και κατάθλιψη βαριά
Σ’ εξορκισμένα κατατόπια τον γυρίζουν
Και λίγο-λίγο τόνε σπρώχνουν πιο βαθιά.
Δεν μιλά, δεν γροικά, …
Μη με κατηγορείτε και μη με κρίνετε
Πρέπει να κλάψω πάλι, αλλιώς δε γίνεται
Με ζώνουν τα φαντάσματα, κατάθλιψη και πόνοι
Τριγύρω μου χαλάσματα κι η σκέψη μου παγώνει.
Μαύρο σκοτάδι γύρω μου, μαύρο καταραμένο
Μαύρο, βουβό το σπίτι μου, μαύρο και ρημαγμένο.
Μη μου μιλάτε φίλοι, μη μου μιλάτε πια
Με σκότωσε το δείλι και μ’ άναψε φωτιά
Τον ξέρετε τον πόνο μου, που αδιάκοπα χτυπάει
Που μου τρυπάει την καρδιά, με σφάζει με πονάει.
Μαύρο σκοτάδι γύρω μου …
Φαντάσματα με πνίγουν, φαντάσματα πολλά
Που την πνοή μου σβήνουν, και σφάζουν την καρδιά,
Με βασανίζουν διαρκώς, τα νιάτα μου θυμίζουν
Τα νιάτα πούχασαν το φως και πάψανε ν’ ανθίζουν.
Μαύρο σκοτάδι γύρω μου …
Έχασα τον παλμό μου, έχασα την χαρά
Και κλαίω τον καημό μου, τη μαύρη συφορά
Και κλαίω για τον σταυραετό που είχα αναστημένο
Παιδί της μοίρας ποθητό, φτωχό και πονεμένο.
Μαύρο σκοτάδι γύρω μου …
Καρδιά δεν έχω για να σου δώσω,
ψυχή δεν έχω να συγχωρώ.
Φτερά δεν έχω για να πετάξω,
δεν έχω σθένος να περπατώ
Όλα τα πήρες εκεί που πήγες
Όλα τα πήρες και γω πονώ.
Καρδιά δε θάβρω ψυχή που θάβρω
Το φόντο μαύρο και σκοτεινό.
Όλα τα πήρες, μα σ’ αγαπώ.
Δεν έχω χέρια να σ’ αγκαλιάσω,
δεν έχω μάτια να σε κοιτώ
Δεν έχω μέρος να ησυχάσω,
δεν έχω βάθρο για να σταθώ.
Εσύ μου λείπεις, ψυχή της λύπης
Εσύ μου λείπεις και γω πονώ.
Και γω δαρμένος και πονεμένος
Ζω λαβωμένος κι όλο πονώ.
Ζω λαβωμένος μα σ’ αγαπώ.
Καρδιά δεν έχω τη λύση νάβρω,
τι θ’ απογίνω στον κόσμο αυτό.
Το αύριο ξένο, το μέλλον μαύρο,
καταραμένο και φοβερό.
Μα μη φοβάσαι, και μη λυπάσαι,
Όπου και νάσαι θα πορευτώ.
Πόνοι περνάνε, βαριά χτυπάνε,
Κι όπως και νάναι γω σ’ αγαπώ.
Καρδιά δεν έχω μα σ’ αγαπώ.
Κι αν φουρτούνες και βοριάδες μας χτυπούν σκληρά
Κι αν φαντάσματα χιλιάδες ζώνουν την καρδιά
Κι αν βουλιάζει η ζωή σου και πονάς βαριά
Μην ξεχνάς είμαι μαζί σου αγάπη μου γλυκιά.
Δεν θέλω πια να κλαις, αγάπη μου μην κλαις
Κάνε λίγο κουράγιο, μέρες θαρθούν καλές.
Το ξέρω, μη μου λες, πολλές οι συφορές
Μα όμως, μα τον άγιο, γι’ αυτό εσύ δε φταις.
Τι κι αν έκανες θυσίες για να βρεις χαρά
Κλάματα και τραγωδίες, άγχος, συφορά,
Τραύματα και παραισθήσεις η πικρή αμοιβή
Με προβλήματα και κρίσεις ματωμένη γη.
Δεν θέλω πια να κλαις, αγάπη μου μην κλαις
Το κλάμα δε γιατρεύει πόνους και συφορές.
Εγώ είμαι δω μην κλαις, για ξέχασε το χθες
Κι αν η ζωή παιδεύει χαρές θαρθούν πολλές.
Δώσε τέρμα στη λαχτάρα στην κακομοιριά,
Παραισθήσεις και κατάρα ρίχτα στο βοριά
Ξέχασε τα περασμένα που μας πλήξανε
Δώσ’ την πίστη σου σε μένα κι ακολούθα με.
Δεν θέλω πια να κλαις, αγάπη μου μην κλαις
Βροχή είναι θα περάσει, μέρες θαρθούν καλές.
Το ξέρω, μη μου λες, πολλές είν οι πληγές
Κι αν σ’ έχουνε γεράσει γι’ αυτό εσύ δε φταις
. . . . . . . .
Δεν θέλω πια να κλαις, αγάπη μου μην κλαις
Βροχή είναι θα περάσει, μέρες θαρθούν καλές.
Παρέα έχω τον καημό που μούβαλες στα στήθια
Καημό και αναστεναγμό που μούγιναν συνήθεια.
Λίγο-λίγο καταλήγω στην απελπισιά
Και τον πόνο μου τον πνίγω μέσα στη νυχτιά.
Με πλήγωσες μα μη λυπάσαι
Νάσαι καλά όπου και νάσαι
Πικρές οι μέρες που περνούν, πικρά τα μαύρα βράδια
Γεμάτα σκέψεις που πονούν χωρίς χαρές και χάδια.
Κι όλο μένω, περιμένω θαύμα να γενεί
Μα είν’ αυτό το πεπρωμένο κι η καρδιά πονεί.
Καρδιά πονάει κι αναστενάζει
Καρδιά που η μοίρα την σπαράζει.
Παρέα έχω τον καημό που μούβαλες στα στήθια
Κι αν ζω μονάχος κι αν πονώ δε σου ζητώ βοήθεια.
Κι αν σκληρά με βασανίζει άπονα η ζωή
Την καρδιά μου δεν φοβίζει άλλη μια πληγή.
Μην κάνεις σκέψεις, μη φοβάσαι
Μόνο ζητώ να με θυμάσαι.
Δε σου ζητώ παρηγοριά, δε σου ζητώ συμπόνια
Με δίδαξαν παλλικαριά της ξενιτειάς τα χρόνια.
Κι αν πεθαίνω λίγο-λίγο δε με νοιάζει πια
Απ’ τον κόσμο αυτό θα φύγω γρήγορα ή αργά
Το τέλος μου εγώ το ξέρω,
Δεν βοηθάει κι αν υποφέρω.
Μάνα θλιμμένη, στα μαύρα ντυμένη
τον ψάχνει τον αναζητά
Τρέχει η καημένη, παραπονεμένη
και θέλει να τον δει ξανά.
Τρέχει το δάκρυ σαν στέκει στην άκρη,
προσεύχεται και τον καλεί
Για να γυρίσει τον πόνο να σβήσει
που άναψε μέσ’ στην ψυχή.
Τρέχει η φτωχή, χωρίς ψυχή
και του φωνάζει με απαντοχή
Γύρνα ξανά, η καρδιά μου πονά,
μείναν’ τα χέρια αδειανά.
Περνούν οι ώρες, την δέρνουν οι μπόρες,
μ’ αυτή στα σοκάκια γυρνά
Απελπισμένη πονά και επιμένει
να δει το παιδί της ξανά.
Παντού κοιτάζει και αναστενάζει,
φοβάται πως δεν θα τον δει
Γιατί ένα βράδυ το μαύρο σκοτάδι
το πήρε από τούτη τη γη.
Κι έτσι η φτωχή, κλαίει μοναχή
και του φωνάζει με απαντοχή
Γύρνα ξανά, η καρδιά μου πονά,
μείναν’ τα χέρια αδειανά.
Κει καθισμένη ακόμη επιμένει
το θαύμα να γίνει γι’ αυτή
Το παλλικάρι με γέλιο και χάρη
στο σπίτι ξανά για ναρθεί.
Κλαίει, πονάει και παραμιλάει,
σε δρόμους γυρνά σκοτεινούς
Δεν αγροικάει και ούτε πονάει
στον πόνο παράλυσε ο νους.
Μάνα φτωχή κλαίει μοναχή,
και του φωνάζει με απαντοχή
Γύρνα ξανά, η καρδιά μου πονά
μείναν τα χέρια αδειανά.
Μέρα και νύχτα καρτερώ
Μόνος με καρδιοχτύπι
Για να γυρίσεις να σε δω
Στο ρημαγμένο σπίτι.
Γιατί από τότε πούφυγες
Όλα έχουν ερημώσει
Κι η μοναξιά που μ’ άφησες
Μ’ έχει βαργιά πληγώσει.
Ο μισεμός αγύριστος
Και τ’ όνειρό σου ψέμα
Ο δρόμος σου απάτητος
Λυπητερό το βλέμμα.
Σ’ αυτόν τον κόσμο τις γιορτές
Κανείς δεν τραγουδάει
Κανείς δεν δίνει συμβουλές
Μόνο μοιρολογάει.
Μέρα και νύχτα καρτερώ
Και το στρατί αγναντεύω
Και στο σκοτάδι το πυκνό
Τα’ αχνάρια σου γυρεύω.
Ξέρω δεν θα σε ξαναδώ
Δε θα σε συναντήσω
Όπως εσύ έτσι και εγώ
Σαν το κερί θα σβήσω.
Κοιτώ τ’ αστέρια τ’ ουρανού που πάνε για τη δύση
Και στέλνω όλο μηνύματα σε κείνον να μ’ ακούσει.
Μηνύματα για το φτωχό λεβέντη και αγαπητό
Που έφυγε από καιρό και δεν έχει γυρίσει.
Που πήγε κει που δεν πονούν, κει που όσοι πάνε δε γυρνούν
Εκεί που άγγελοι πετούν, και δε λέει να γυρίσει.
Οι φίλοι τον ξεχάσανε
και ούτε πια ρωτάνε
Τι κι αν αυτός εχάθηκε,
αυτοί ξανά γλεντάνε.
Μα γω πιστεύω η καψερή
πως τ’ ακριβό μου το παιδί
Κι αν έφυγε απ’ τη ζωή,
μια μέρα θα γυρίσει.
Θαρθεί ξανά σαν τον αϊτό,
γερό, λαμπρό και γελαστό
Γιατί πιστεύω είναι γραφτό,
κοντά μου να γυρίσει.
Κοιτώ τ’ αστέρια του τ’ ουρανού που πάνε για τη δύση
Και του θυμίζω είναι καιρός, κοντά μου να γυρίσει.
Γιατί είν’ τα χρόνια μου πολλά, πικρά, αβάσταχτα, βαργιά
Για τη φτωχή μου την καρδιά που έχει πια λυγίσει.
Και όταν γυρίσει μια βραδιά, όπως πιστεύω η φτωχιά,
Δεν θάβρει μητρική καρδιά να τον καλωσορίσει.
Μη μου μιλάς για αυτόν τον νιο που έφυγε
Απ’ τη ζωή μας σαν κερί που έσβησε.
Είναι αδύνατο να τόνε ξαναδείς
Ήταν γραφτό αυτό το νιο να μην χαρείς.
Έφυγε μακριά, δεν ξαναγυρνά
Ήτανε ήλιος λαμπερός το βλέμμα του
Ήταν αγάπη και ζωή στο αίμα του.
Το πρόσωπό του ήταν αστέρι της αυγής
Και τα φιλιά του ήταν δροσούλα της πηγής.
Έφυγε μακριά, δεν ξαναγυρνά
Κάνε κουράγιο, μην πονάς πια και μην κλαις
Θυμήσου άλλες αναμνήσεις πιο καλές.
Μην ψάχνεις άσυλο σ’ ελπίδες για να βρεις
Να ξαναζήσεις τα παλιά δεν το μπορείς.
Έφυγε μακριά, δεν ξαναγυρνά
Κατάρα με δέρνει βαριά
Και με πικραίνει
Κι ό,τι κι αν κάνω όλα τα χάνω
Πόνος με δέρνει, βαριά καρδιά.
Καταραμένος, ζω προδομένος
Φόβος με παίρνει κι απελπισιά.
Κατάρα με δέρνει βαριά
Και με πικραίνει.
Ο χάρος χτυπάει βαριά
Ποτέ δεν κλαίει.
Καρδιές παιδεύει, ψυχές μαζεύει
Όλες τις καίει κάθε βραδιά.
Όπου πονάει εκεί χτυπάει
Κλέβει και καίει χωρίς καρδιά.
Ο χάρος χτυπάει βαριά
Ποτέ δεν κλαίει.
Λίγο νερό, λίγο νερό
Τα χείλη μου να βρέξω
Σαν το ζητιάνο σου ζητώ
Στην πόρτα σου απ’ έξω.
Του Άδη οι πόρτες είν’ κλειστές,
Και οι αμπάρες σφαλιστές,
Και τριγυρνώ σαν του ληστές,
Στην άκρη αυτού του κόσμου.
Δώσ’ μου δροσιά, δώσ’ μου δροσιά,
Σα λυγερός να λάμπω
Ίσως στον τάφο τα στοιχειά
Μ’ αφήσουνε για νάμπω.
Όλοι πεθαίνουν και ευθύς
Στον άλλο κόσμο μπαίνουν
Μα γω πλανιέμαι στο κενό
Και τα στοιχειά με δέρνουν.
Στους ζωντανούς είμαι νεκρός
Και στους νεκρούς ‘μαι ζωντανός
Ανεπιθύμητος νεκρός
Ξένος και ξεχασμένος.
Βάλτε κεριά στην Παναγιά
Λιβάνι, μύρο άγιο
Προσευχηθείτε στο Χριστό,
Τον δρόμο μου για νάβρω.
Στην παρέα όλοι πίνουν στην υγειά σου
Και σου εύχονται θερμά χρόνια πολλά
Να γεμίσει ευτυχία η αγκαλιά σου
Και του κόσμου ν’ αποχτήσεις τα καλά.
Στην υγειά σου όλοι πίνουν στην υγειά σου
Και για σένα τραγουδούν χρόνια πολλά
Όλοι χαίρονται μαζί για τη χαρά σου
Και σου στέλνουνε αγάπη και φιλιά.
Με χαρά νάναι γεμάτη η ζωή σου
Μ’ ευτυχία και με ότι επιθυμείς
Κι εκατό ‘χρόνια πολλά’ για τη γιορτή σου
Με αγάπη σου ευχόμαστε και μεις.
Στην υγειά σου . . .
Στην υγειά σου ας πιούμε πάλι στην υγειά σου
Κι ας χορέψουμε ακόμη μια φορά
Σήκω χόρεψε και συ είν’ η σειρά σου
Να γλεντήσουμε με κέφι και χαρά.
Στην υγειά σου . . .
Με σκλάβωσαν τα μάτια τα δικά σου
Τα χείλη σου το γέλιο το γλυκό
Και έγινα κομμάτι της καρδιάς σου
Και ζω σε ένα κόσμο μαγικό.
Με μάγεψαν τα χάδια τα δικά σου
Με πήρανε στον έβδομο ουρανό
Και νοιώθω σαν παιδί στην αγκαλιά σου
Και σένα σα θεά σε προσκυνώ.
Πάρε με, πάρε με, πάρε με αγκαλιά
Μέθα με με ολόγλυκα φιλιά
Φίλα με, φίλα με άλλη μια φορά
Είσαι συ η μόνο μου χαρά
Στο δρόμο σου κρατώ σφιχτά το χέρι
Σαν άρχοντας μαζί σου περπατώ.
Και ξέρω είσαι το δικό μου ταίρι
Και μ’ όλη την καρδιά μου σ’ αγαπώ.
Και όταν γέρνεις μέσ’ στην αγκαλιά μου
Και μου μιλάς σιγά ψιθυριστά
Το ξέρω ότι είσαι πια δικιά μου
Και δεν μπορεί να ζούμε χωριστά.
Πάρε με, πάρε με, πάρε με αγκαλιά . . .
Είσαι για μένανε μωρό μου,
κάτι το καταπληκτικό.
Είσ’ η ζωή μου τ’ όνειρό μου,
και ένα πλάσμα μαγικό.
Είσαι το δώρο τ’ ακριβό μου,
το πεπρωμένο μου,
το αλανάκι το δικό μου,
τ’ αγαπημένο μου.
You are my girl, you are my girl,
είσ’ η χρυσή η κοπελλιά μου.
You are my girl, you are my girl,
είσαι αυτή πou αγαπώ.
You are my girl, you are my girl,
είσ’ η ζωή και η χαρά μου.
You are my girl, you are my girl,
είσαι εκείνη π’ αγαπώ.
Είσαι για μένα ό,τι ζητούσα,
αγάπη, γλύκα κι ομορφιά,
είσαι αυτό που λαχταρούσα,
και της ζωής μου η συντροφιά.
Ψηλά στα ουράνια πετάω
σαν σ’ έχω πλάι μου
Γι’ αυτό όσο ζω θα σε κρατάω
μέσ’ την αγκάλη μου.
You are my girl, you are my girl …
Λένε πως άλλαξε η ζωή
Πως χάθηκαν οι μάγκες
Λένε πως χάθηκε η φυλή – η καλή
Με τους λεβεντοάντρες
Μα οι μάγκες είναι αθάνατοι
Ποτέ τους δεν πεθαίνουν
Κι όταν τους δέρνει η ζωή
Φεύγουν κι αλλού πηγαίνουν
Είναι ελληνόμαγκες παντού
Κάτω στην Ιταλία
Σε όλη την Αμερική – στο Περού
Ως και στην Αυστραλία
Γλεντάνε οι μάγκες στον τεκέ
Και ζούνε στο κουρμπέτι
Στις μπίζνες κάνουνε σεφτέ
Πάντα χωρίς σικλέτι
Οι μάγκες δεν πεθάνανε
Ούτε και θα πεθάνουν
Μόνο αλλού αράξανε
Και κει κουμάντο κάνουν.
Γλέντι στο μπουζουκάδικο
Αγάπη στον οντά τους
Ζωή με δίχως άδικο
Και γεια τους και χαρά τους
Το δρόμο της ζωής μου γω τον πήρα
Και βάδιζα χωρίς να φοβηθώ
Γιατί ήξερα ό,τι κι αν φέρει η μοίρα
Εσένα θάχω για να στηριχτώ.
Το χέρι σου ήταν πάνω στο σφυγμό μου
Το γέλιο σου της μέρας αμοιβή
Το βλέμμα σου κινούσε τον παλμό μου
Και ήμασταν μια σκέψη, μια φωνή.
Στράτα-στράτα πήγαινα και από σε κρατιόμουνα
Σ’ είχα και σε φύλαγα σαν τίμιο σταυρό
Και με την αγάπη σου ψηλά βουνά ανέβαινα
Συ βοήθεια μούδινες το δρόμο μου να βρω.
Παράπονα δεν έχω γω να κάνω
Παρ’ ότι βρήκα εμπόδια πολλά
Γιατί με σένα στο στρατί μου επάνω
Απόχτησα του κόσμου τα καλά.
Μα τώρα η ζωή μου έχει αλλάξει
Μια πένθιμη ιστορία έχει γενεί
Εσύ στον άλλο κόσμο έχεις πετάξει
Κι η στράτα μου έχει μείνει αδειανή.
Στράτα-στράτα πήγαινα και από σε κρατιόμουνα
Σ’ είχα και σε φύλαγα σαν τίμιο σταυρό
Και με την αγάπη σου ψηλά βουνά ανέβαινα
Τώρα όμως έγινα ερείπιο βουβό.
Το φως της μέρας χάνεται
Κι αγάλια η νύχτα πέφτει
Και στο δωμάτιο το μικρό
Το στοιχειωμένο απ’ τον καιρό
Πόνος ο φόβος γίνεται
Και σιωπή το θάφτει.
Χτυπά στο τζάμι η βροχή
Και μέσα μου πονά η ψυχή.
Με παραισθήσεις συντροφιά
Τους πόνους πολεμάω.
Δίνω κουράγιο στην καρδιά
Για να περάσω τη βραδιά
Μα όμως τούτη τη φωτιά
Τη βλέπω και πονάω.
Γεράματα, γεράματα,
Και της ζωής χαλάσματα.
Απ’ έξω ακούγεται βροχή
Και τέρατα που κράζουν.
Σκοτάδι σκέπασε το φως,
Κι ο κόσμος γίνηκε βουβός.
Το θάρρος κι η απαντοχή
Στον πόνο μου δειλιάζουν.
Γεράματα, γεράματα
Και της ζωής χαλάσματα.
Φέρτε τη γιαγιά, φέρτε τη γιαγιά
Να χορέψει τσιφτετέλι μ’ όλα τα παιδιά
Ξύπνα τη γιαγιά, ξύπνα τη γιαγιά
Για να δείξει πως χορεύουν σ’ όλα τα παιδιά.
Χόρεψε γιαγιά, δείξε στα παιδιά
Πως χορεύουν τσιφτετέλι όπως τα παλιά
Χόρεψε γιαγιά, χόρεψε γιαγιά
Κούνα λίγο το κορμί σου, όπως τα παλιά.
Ώπαλα, ώπαλα, ώπαλα και ώπαλα
Χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα παν’ καλά
Κι όλα παν’ καλά, κι όλα παν’ καλά.
Χόρεψε και συ, αγάπη μου χρυσή
Της γιαγιάς το τσιφτετέλι μέχρι το πρωί
Κοίτα τη γιαγιά, άκου τη γιαγιά
Και του μπουζουκιού, καλή μου, τη διπλοπενιά.
Χόρεψε γιαγιά, δείξε στα παιδιά
Πως χορεύουν τσιφτετέλι όπως τα παλιά
Χόρεψε γιαγιά, χόρεψε γιαγιά
Κούνα λίγο το κορμί σου, όπως τα παλιά.
Ώπαλα, ώπαλα, ώπαλα και ώπαλα
Χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα παν’ καλά
Κι όλα παν’ καλά, κι όλα παν’ καλά.
Φεύγουνε τα χρόνια, φεύγουνε γοργά
Κι έρχονται τα χιόνια και τα γηρατειά
Φεύγουνε και παίρνουν νιότη και χαρά
Κι αναμνήσεις μένουν και η μοναξιά.
Γλέντια και ξενύχτια, πόθοι και χαρές
Κι έρωτες τη νύχτα γίνονται όλα χθες.
Συ θα τα κοιτάζεις θα τα λαχταρείς
Μα της νιότης νάζια πια δεν τα μπορείς.
Γλέντα λοιπόν τώρα όσο είσαι νιος
Γιατί όπως ξέρεις φεύγει ο καιρός
Κι όταν γεράσεις και φθαρείς
Κι όταν αδυνατίσεις
Ούτε να φας δε θα μπορείς
Ούτε και να γλεντήσεις.
Φεύγουνε τα νιάτα, φεύγουνε γοργά
Και μαζί τους παίρνουν και τη λεβεντιά
Και αφήνουν μόνο πόνους στην καρδιά
Παγωμένες νύχτες δίχως συντροφιά.
Αντί για ταβέρνα θάχεις εκκλησιά
Κι αντί ποτηράκια χάπια στη σειρά.
Των παιδιών τις τρέλες δεν θα τις μπορείς
Μόνο θα κοιτάζεις και θα λαχταρείς.
Γλέντα λοιπόν τώρα . . .
Στολίστηκε ο γέρος ο γραικός
Εφόρεσε κοστούμι και γραβάτα
Λεβέντικα ποζάρει σον γαμπρός
Κι ορμά στην πίστα ίσια και σπαθάτα
Βολτάρει σα λεβέντης στο γιαπί
και χίλιες περιπέτειες σχεδιάζει
τα δίχτυα ρίχνει για καμιά ξανθή
αλλά και για μελαχροινές κοιτάζει.
Και τσούκου, τσούκου, τσούκου τσα τραβάει στ’ ανοιχτά
Ντερβίσια κάτστε φρόνιμα δεν παίρνει χωρατά
Στολίστηκε ο γέρος και τραβά
Στ’ αδέσποτα λημέρια της αγάπης
Τ’ αδύνατα ποτέ του δε ζητά
Η τύχη τα κρατά όλα δικά της.
Στο διάβα του ποζάρει σαν πασάς
Στο στέκι του βαρύ γλυκό τραβάει
Στην κλίκα του είν’ ο μαχαραγιάς
Στο κέντρο του χορεύει σινανάι.
Και τσούκου, τσούκου . . .
Στολίστηκε ο γέρος ο γραικός
Και γύρω του λουλούδι όλη η πλάση
Στο κέφι και το γλέντι είναι εμπρός
Και όλοι λεν ποτέ να μη γεράσει.
Κι αν γέρασε δεν άλλαξε ψυχή
κι ας άσπρισε τ’ ολόμαυρο μαλλί του
σα λύκος που δεν άλλαξε σκαρί
τη γνώμη του ούτε την κεφαλή του.
Και τσούκου, τσούκου . . .
Στο παγκάκι καθισμένο, γεροντάκι που ρεμβάζει
Απ’ χρόνια κουρασμένο τα περίεργα κοιτάζει.
Βλέπει λάμιες να περνάνε κι η καρδούλα του χτυπάει
Μα τα κότσια δεν κρατάνε και μονάχα τις κοιτάει.
Κι όταν βλέπει ο γεράκος μια κομψή ξανθομαλλούσα
Ψιθυρίζει όλο πάθος ‘νάθελες και να μπορούσα’.
Όπου κι αν σταθεί ή αν πάει απ’ τα μάτια δεν αφήνει
Όποια κουνιστή περνάει και με τη ματιά τη γδύνει.
Μα κι αν η ψυχή το θέλει δεν αντέχουν τα λοιπά του
Έτσι βλέπει το κοπέλι και πονάει η καρδιά του.
Και σαν βλέπει ο γεράκος την ελκυστική τη ρούσα
Ψιθυρίζει όλο πάθος ‘νάθελες και να μπορούσα’.
Στα μπουζούκια όταν πάει διασκεδάζει και τα πίνει
Με τις κοπελλιές γλεντάει κι ότι του ζητάνε δίνει.
Πάντα μέσ’ στα όρια παίζει της τιμής και της αγάπης
Την καρδιά του περιπαίζει που όλο θέλει τα δικά της.
Και σαν βλέπει ο γεράκος την ελκυστική τη ρούσα
Πάλι λέει όλο πάθος ‘νάθελες και να μπορούσα’.
Κουρασμένος, πληγωμένος, κι από τη ζωή δαρμένος,
Ξεχασμένος, πονεμένος, άκληρος και γερασμένος
Τριγυρίζω, και τραυλίζω, και τον πόνο νανουρίζω
Ψιθυρίζω και βαδίζω και την τύχη μου τη βρίζω.
Πως κατάντησες ζωή, πούγινες βαθιά πληγή
Αδικία και οργή
Και μας έφερες το βράδυ πριν χαρούμε το πρωί
Τσακισμένα ιδανικά και τα χρόνια δανεικά
Τόσα λόγια εικονικά
Κι όλοι ζούμε όλη μέρα
Με τα μάτια μας κλειστά.
Γερασμένος, ξεχασμένος, ασθενής και λιγωμένος
Σκοτισμένος, πονεμένος, στη γωνιά παρατημένος.
Μοναξιά και δυστυχία της ζωής μου τα στοιχεία,
Φόβος και απελπισία, πλήξη και αδιαφορία.
Στάσου πια παλιοζωή, κάνε λίγο υπομονή
Δεν χρωστάω σε κανένα μου χρωστάνε πιο πολλοί.
Κατανόηση ζητώ, μια γωνιά για να σταθώ
Είν’ τα χέρια κουρασμένα μη μ’ αφήνεις να χαθώ.
Τι είναι τούτα Μαριγώ, πως κατάντησα κι εγώ
Πόνοι με το φορτηγό
Και παρηγοριά μου δίνεις αφού γω ψυχορραγώ,
Δεν πονάνε οι φτωχοί, ούτε κι έχουνε ψυχή
Κι η φωνή τους αντηχεί
Καλημέρα, καλό βράδυ, άιντε και καλή ψυχή.
Απ’ έξω απ’ το παράθυρο
Ο ήλιος βασιλεύει
Κι οι άντρες απ’ τα καπηλειά
Στα σπίτια τους γυρνούν.
Πιο κάτω η μαύρη σκοτεινιά τ’ αγόρια συμμαζεύει
Και τα μικρά φτωχόσπιτα το βράδυ χαιρετούν.
Μα δω το βράδυ είναι νεκρό, tο χθες αρρωστημένο
Η ζωή μετριέται με καημό, οι ώρες μ’ αναστεναγμό
Και τ’ αύριο είναι χαμένο.
Ο κόσμος έγινε μικρός
Κι οι άνθρωποί μου λίγοι.
Το σπίτι μου δωμάτιο
Το δώμα μου κρεβάτι.
Αντί ελπίδα στεναγμός το είναι μου τυλίγει
Και οι σκέψεις καταφύγιο, παιχνίδι, οφθαλμαπάτη.
Μα δω το βράδυ είναι νεκρό, . . .
Με αυταπάτη το πρωί
Ελπίδες αγοράζω
Να ξεγελάσω προσπαθώ
Τη νύχτα την αιώνια
Με ψευδαισθήσεις στην ψυχή το αύριο ανταλλάζω
Κι αφού το ξέρω πως εδώ τελειώσανε τα χρόνια.
Μα δω το βράδυ είναι νεκρό, . . .
Βγήκαν οι άντρες για κυνήγι
Για πέρδικες και για κουνέλια
Και για ότι φτερό ανοίγει
Μπεκάτσες, πάπιες και γαρδέλια.
Βαράει ο ένας πάπιες τρεις
Βαράει ο άλλος τέσσερες
Βαράει ο Βάσος ο νταής
Και φέρνει δεκατέσσερες.
Ήταν όλοι παιδιά λεβέντες
Και είχανε βαριά τουφέκια
Ρίχνανε σμπάρα σα ρουκέτες
Δεν λογαριάζαν τα φυσέκια.
Βαράει ο ένας …
Τώρα ο νταής έχει γεράσει
Τα κότσια του πια δεν κρατάνε
Το όπλο του έχει σκουριάσει
Κι όλες οι πέρδικες γελάνε
Βαράει ο νέος μια και δυο
Και φέρνει ελάφια ασήκωτα
Βαράει ο γέρος εκατό
Όμως δε φέρνει τίποτα
Σφιχτά κοντά σου με κρατάς
Το δρόμο να περάσω
Και με αγάπη με βοηθάς
Στο τέρμα μου να φτάσω.
Το ξέρεις πόσο τ’ αγαπώ
Που βρίσκεσαι κοντά μου
Γιατί είσαι εκείνο που ζητώ
Το γέλιο μου, η χαρά μου.
Κράτα με για να μην πέσω, βόηθα με για να σταθώ
Κράτα με για να μην πέσω, βόηθα με να κρατηθώ
Πάντα μαζί βαδίζαμε
Στης τύχης μας τους δρόμους
Και μια ζωή εζήσαμε
Με γέλια και με πόνους.
Μα τώρα βλέπεις η ζωή
Κοντεύει να τελειώσει
Κι ο ένας στον άλλο προσπαθεί
Κουράγιο να δώσει.
Κράτα με . . .
Εγώ σφιχτά σε κράτησα
Σε μπόρες και σε χιόνια
Απ’ όλα σε προστάτεψα
Μ’ αγάπη και συμπόνια.
Μα τώρα που όλα φύγανε
Δυνάμεις και αισθήσεις
Σε σένα παραδίδομαι
Μονάχο μη μ’ αφήσεις.
Κράτα με . . .
Σαν ταξιδιάρικα πουλιά,
που έρχονται και πάνε
Φεύγουν τα χρόνια τα παλιά
και πίσω δεν γυρνάνε.
Κι ανοίγουν δρόμους στη ζωή
για να ακολουθήσει
Αυτό που θέλει ο καθείς,
το μέλλον του να χτίσει.
Ένα καράβι στολισμένο σαν πανηγυρική βραδιά
Μ’ ελπίδες παραφορτωμένο είναι το νέου η καρδιά.
Χαρές τα χρόνια φέρνουνε,
χαρές τα χρόνια παίρνουν
Και πίσω τους αφήνουνε
ευθύνες που μας δένουν.
Γίνεται ο ένας δυο και τρεις,
μια φαμελιά γεμάτη
Με νια παιδιά και νιους γονείς,
με φόβους και μ’ αγάπη.
Ένα καράβι που παλεύει με τις φουρτούνες του βοριά
Με μόχθους παραφορτωμένο είν’ του πατέρα η καρδιά.
Γέρους τα χρόνια κάνουνε,
χούφταλα τους λεβέντες
Βουβή ζωή στον καφενέ
και δούλους τους αφέντες.
Κι όταν τα βάρη είναι πολλά
κι η αντοχή τους λίγη
Βλέπουν το τέλος πιο σιμά,
και τη ζωή να λήγει.
Ένα καράβι αραγμένο σε γνώριμα, ρηχά νερά
Έρημο και μπαταρισμένο είναι του γέρου η καρδιά.
Σαν και πάλι σε θωρώ με τα μάτια δακρυσμένα
Αναμνήσεις θησαυρό ξεπηδούν τα περασμένα
Και θυμάμαι πως παιδιά σε μια ξεχασμένη πόλη
Παίζαμε στη γειτονιά πούχε κάθε μέρα σχόλη.
Χέρι-χέρι δυο παιδιά περπατούσαμε αντάμα
Έννοιες, φόβοι και χαρά, λίγο γέλιο λίγο κλάμα.
Μα τα χρόνια κι η ζωή
μας εχώρισαν τους δρόμους
Συ εδώ και γω εκεί
σε δυο χωρισμένους κόσμους.
Και ζητούσαμε σκληρά
κάτι που ζητάνε όλοι
Πιο πολλά και πιο ψηλά,
δίχως τέλος, δίχως σχόλη.
Τώρα σμίξαμε ξανά στη γεροντική μας σχόλη
Και γυρνάμε στα παλιά και στην ξεχασμένη πόλη.
Με της σκέψης τα φτερά ξαναζούμε ένα-ένα
Της ζωής τα τυχερά της ζωής τα πεπρωμένα.
Κι έτσι τώρα που μαζί χέρι-χέρι περπατάμε
Νοιώθω πάλι σαν παιδί και σαν δυο παιδιά γελάμε.
Μα τα χρόνια ήταν σκληρά
κι η λοιπή ζωή μας λίγη
Κι η γεροντική χαρά
πρέπει γρήγορα να φύγει.
Πρέπει πάλι στη ζωή
να χωρίσουμε τους δρόμους
Συ εδώ και γω εκεί
σε δυο χωρισμένους κόσμους.
Λιγνό κορμί κούφια καρδιά
Και φύση αρρωστημένη
Μαύρη ψυχή, βουβά στοιχειά
Και δύναμη σβησμένη.
Αυτά είναι τα χάλια μου
Πόνοι που δεν αντέχω
Και τρέμουνε τα πόδια μου
Φοβάμαι να μην πέσω.
Δώσε μου λίγο κουράγιο
Δώσ’ μου ζεστασιά
Στης ζωής μου το ναυάγιο
Νάχω συντροφιά.
Τα χρόνια κλέψαν μια ζωή
Κι ήταν χρόνια θλιμμένα.
Χρόνια μου πήραν μια ζωή
Μα μούδωσαν εσένα.
Εσύ είσαι το στοιχείο μου
Τα μάτια μου, το φως μου
Το στήριγμα, ο δρόμος μου,
Τ’ αστέρι μου, το βιός μου.
Δώσε μου λίγο κουράγιο …
Όπως βλέπεις μάτια μου ήλθε η σειρά μου
Τη στερνή τη στράτα μου για να πορευτώ
Τέλεψαν τα ψέματα, σβήσαν τα όνειρά μου
Το μοιραίο ψύχραιμα τώρα καρτερώ.
Μα μην κλαις για μένανε που τον κόσμο αφήνω
Κάνε πέτρα την καρδιά, έτσι είν’ η ζωή.
Τι κι αν φεύγω μακριά δίπλα σου θα μείνω
Μιας αγάπης ευωδιά, μιας ζωής πνοή.
Δώσ’ μου χέρι να πιαστώ, βόηθα με να φτάσω,
Κει που γράφει η μοίρα μου, δίχως να πονώ.
Θέλω νάσαι πλάι μου πριν το νου μου χάσω
Θέλω μέσ’ στα χέρια σου να αναπαυτώ.
Μα μην κλαις . . .
Κι όταν δύσει σιγαλά της ζωής τ’ αστέρι
Βάλ’ το χέρι στην καρδιά, κράτα με σφιχτά,
Χάιδεψέ μου τα μαλλιά, φίλα μου το χέρι
Και τα μάτια κλείσε μου για στερνή φορά.
Μα μην κλαις . . .
Έλα και κάτσε δίπλα μου
στης μοναξιάς τον ίσκιο
Κουράστηκε το βήμα μου
θέλω να σου μιλήσω.
Πολλά τα χρόνια και βαργιά
και φοβερά τα βράδια
Χιλιάδες τόνοι τα παλιά
μα είν’ η ζωή μου άδεια.
Μούφυγε η υπομονή
κι έχασα κάθε ελπίδα
Δεν την αντέχω τη ζωή,
την άγρια καταιγίδα.
Σφοδρά χτυπούν τα κύματα
το κουρασμένο σώμα
Είναι αργά τα βήματα
που το τραβούν στο χώμα.
Βάλε το χέρι στην καρδιά,
και βόηθα με να φύγω
Δεν το αντέχω άλλο πια
να σβήνω λίγο-λίγο
Σβήσαν τ’ αστέρια του βοριά,
σβήσαν τα όνειρα μου
Γίναν τα βλέφαρα βαριά,
βοήθα με χαρά μου.
Και καθήσανε το βράδι
Και δε βγάζανε μιλιά
Και σκουπίζανε το δάκρυ
Πούσταζε σταλιά-σταλιά
Πίσω άφησαν ό,τι είχαν
Στην ψυχή και στην καρδιά
Και στον κόσμο καταλήξαν
Που τον λένε ξενιτειά.
Κι ήταν ξένοι μες στα ξένα
Λιποτάκτες της ζωής
Πρόσωπα κατατρεγμένα
Θύματα της εποχής
Κι είχαν πόνο κι είχαν φόβο
Τι θα βρουν τι θα γενεί
Σ’ ένα ξένο μαύρο κόσμο
και μια χώρα μακρινή
Και ξεχύθηκαν στους δρόμους
που τους άνοιξ’ η ζωή
Και θεμέλιωσαν με πόνους
την ελληνική ψυχή
Ήτανε αυτοί εκείνοι
που οδήγησαν εμάς
Και οι έλληνες προγόνοι
της δικής μας της γενιάς
Στην άκρη καθισμένος της ζωής
Εκεί που κάθε σκέψη σταματάει
Εκεί που χάνει η μάνα το παιδί
Εκεί που η καρδιά πια δε χτυπάει.
Εκεί μες στο σκοτάδι ψηλαφώ
Αχνάρια μιας ζωής ψάχνω για ναύρω
Ζωή που μ’ έχει φτάσει στο γκρεμό
Και βλέπω το αύριο χλωμό και μαύρο.
Στην άκρη καθισμένος της ζωής
Μιαν άβυσσο μπροστά μου αντικρίζω
Με τ’ άγνωστο κορόνα της σιωπής
Με πόνο σαν πουλάκι τιτιβίζω (δις)
Τη δύναμη δεν έχω να σκεφτώ
Το σώμα μου ένα γέρικο κουφάρι
Κι εδώ παραλυμένος καρτερώ
Τον κέρβερο να έρθει να με πάρει..
Κάποια κιθάρα στης νύχτας τη θλίψη
Παίζει με πόνο σκοπό θλιβερό
Κλαίει μια αγάπη που της έχει λείψει
Αγάπη πούσβησε με τον καιρό.
Κάποια χαμένη καρδιά νανουρίζει
Λέει σε θλιμμένο σκοπό σ’ αγαπώ
Γύρνα ξανά η ζωή μου να ανθίσει
Όπως και πρώτα και εγώ να χαρώ.
Παίζει η νια στης νυχτιάς τη γαλήνη
Γι’ αυτόν που μίσεψε στην ξενιτιά
Τόνε θυμίζει πως μόνη έχει μείνει
Και δεν αντέχει μονάχη άλλο πια
Κάποια χαμένη . . .
Φεύγουν και χάνονται ζωές και αγάπες
Μέσ’ στον λαβύρινθο της ξενιτιάς
Φτωχές ψυχές και φτωχοί ακροβάτες
Έρμαια κάποιας χαμένης γενιάς.
Κάποια χαμένη . . .
Φεύγει η νύχτα κοντεύει να φέξει
Κι αυτή πλανιέται μεσ’ την ερημιά
Στα διό της μάτια ένα δάκρυ έχει τρέξει
Και στην καρδιά της μια λάβα ξανθιά.
Τώρα που οι πόνοι την έχουν ζαλίσει
Με μαύρα δάκρυα τον παρακαλεί
Στην αγκαλιά της ξανά να γυρίσει
Προτού στα έρμα του Άδη χαθεί
Κόψε τώρα τα ψιλά και άσ’ τα παραμύθια
Έχω μέρες να σε δω και μούλειψες πολύ
Ξέρεις ότι σ’ αγαπώ κι αυτό είν’ η αλήθεια
Θέλω να γλεντήσουμε το βράδυ αυτό μαζί.
Βάλε το καλό φουστάνι
και το κόκκινο τσαντάκι
Πάρε το ταξί του Γιάννη
και γραμμή στο ταβερνάκι
Ξέρω πως σ’ αρέσουνε τσιφτετέλια και συρτάκια
Ζεμπεκιές της εποχής μας και χασάπικα βαργιά
Ξέρω οι μπουζουκοπενιές πως σε βάζουν σε μεράκια
Θα στα δώσω όλα απόψε να χορτάσει η καρδιά.
Βάλε το καλό φουστάνι . . ..
Κι όταν η καρδιά χορτάσει τραγουδάκια και χορό
Θα τα πιούμε με τους φίλους όλο κέφι και ζωή
Και με καθαρό ουζάκι και χασάπικο αργό
Θα γλεντήσουμε τη νύχτα μέχρι νάρθει το πρωί.
Βάλε το καλό φουστάνι . . ..
Στη ζωή μας αγαπά κάθε κοπέλα
Έναν άντρα με μουστάκι ζηλευτό
Γιατί ξέρει ν΄ αγαπά κι αυτός με τρέλα
Και είναι άντρας εκατό τις εκατό.
Το μουστάκι-το μουστάκι – κάνει άντρα το αντράκι
κάνει άντρα το αντράκι - Το μουστάκι-το μουστάκι
Μην ακούς τους πανταβούς και τους ντιντήδες
Που δεν έχουνε ιδέα από μαλλιά
Το μουστάκι κάνει άντρες μερακλήδες
Που όλοι έχουν μια μποέμικη αγκαλιά.
Το μουστάκι-το μουστάκι . . .
Και αν θέλεις μ’ έναν άντρα για να ζήσεις
Μη διστάσεις σου το λέω καθαρά
Έναν άντρα με μουστάκι να αγαπήσεις
Και θα ζήσεις σε μια μαγική αγκαλιά
Το μουστάκι-το μουστάκι . . .
Γιατί μέσα στα μάτια με κοιτάς
Γιατί τα δάκρυά μου σε τρομάζουν.
Γιατί να σιγοκλαίς σαν μου μιλάς
Γιατί τα βλέφαρά σου πόνο στάζουν.
Τον πόνο δεν μπορείς να τον σκεπάσεις
Τον βλέπουνε τα μάτια της καρδιάς
Και ούτε προσπαθείς να τον μοιράσεις
Μονάχα σιγοκλαίς και σιωπάς.
Ξέρεις, μόνο η δική μου αγκαλιά
Του πόνου το αντίδοτο σου δίνει
Γεμάτη με αγάπη και φιλιά
Τους πόνους της καρδιάς όλους τους σβήνει.
Το ξέρεις οι στραπάτσες της ζωής
Τον νου σου αλυσοδένουν και το θάρρος
Και όσο συ με κλάμα προχωρείς
Ο μόνος γιατρευτής είναι ο χάρος.
Μονάχα η αγάπη θα γιατρέψει
Τα πάθη της ζωής τα οδυνηρά
Τον πόνο και τα δάκρια θα στερέψει
Κι ελπίδα θα σου δώσει και χαρά.
Ξέρεις, μόνο η δική μου αγκαλιά
Του πόνου το αντίδοτο σου δίνει
Γεμάτη με αγάπη και φιλιά
Τους πόνους της καρδιάς όλους τους σβήνει.
Σβήσαν τα όνειρα που έτρεφα βαθιά
Όνειρα πολλά, φτωχά κι αγαπημένα.
Πάνε φύγανε τα τόσα ιδανικά
Άγχος κι απονιά απόμειναν για μένα.
Η ζωή είναι πικρή
Κλέβει αυτή την ευτυχία
Σε γερνά, σε πονά,
Σε κερνά τη δυστυχία.
Σβήσαν τα όνειρα, μίκρυνε η ζωή
Πτώμα το κορμί, το τέλος πλησιάζει
Γύρω καταχνιά, άγχος και βοή
Βάρυνε η ψυχή, κι ο πόνος σε τρομάζει.
Η ζωή είναι πικρή
Σβήσαν τα όνειρα κι άφησαν σιωπή
Χρόνια αδειανά, χωρίς σκοπό κι αξία
Μένει η χίμαιρα, σκέψη αδειανή
Σώμα που πονά, τάφος και μνημεία
Η ζωή είναι πικρή
Σου τώπα μια και διό, καλέ, σου τώπα μια και διό
Σου τώπα μια και διό, δε θέλω να σε δω (δις)
Εγώ ήμουν φίλος ευσταθής, λεβέντης με στεφάνι
Και συ μου φέρθηκες ευθύς σαν τσόγλανο-χαϊβάνι
Σου τώπα μια και διό, καλέ, σου τώπα μια και διό
Σου τώπα μια και διό, δε θέλω να σε δω.
Δεν έκανες καλά, καλέ, δεν έκανες καλά
Δεν έκανες καλά και μπήκες σε μπελά (δις)
Τους φίλους μας τους πρόδωσες με τόση ατιμία
Το τι θα πει δε σκέφτηκες τιμή μα και φιλία
Δεν έκανες καλά, καλέ, δεν έκανες καλά
Δεν έκανες καλά και μπήκες σε μπελά
Να μη σε ξαναδώ, καλέ, να μη σε ξαναδώ
Να μη σε ξαναδώ όσο εγώ θα ζω (δις)
Αντράκια που δεν ξέρουνε το τι θα πει φιλία
Βαργιά τους περιμένουνε αίσχος και τιμωρία.
Να μη σε ξαναδώ, καλέ, να μη σε ξαναδώ
Να μη σε ξαναδώ όσο εγώ θα ζω.
Ποτάμια είναι τα δάκρυα που χύνω
Για σε και τη δική σου την καρδιά
Για σένα που αγάπησα και τη ζωή μου δίνω
Αρκεί νάμαι μαζί σου όπως παλιά.
Για σένα που αδιάκοπα πικρό φαρμάκι πίνω
Κι ας σ’ άφησα για άλλον μια βραδιά
Το ξέρω δε σου φέρθηκα ωραία
Εγώ η ξεμυαλισμένη κοπελιά
Δεν γνώριζα δεν ήξερα την ανδρική αξία
Και σ’ άφησα χωρίς ντροπή σταλιά
Συγχώρα με λυπήσου με, δώσ’ μου την ευκαιρία
Κοντά σου για να ζήσω όπως παλιά.
Σαν άρχοντα θα σ’ έχω στη ζωή μου
Σκλαβάκι σου θα είμαι όπου κι αν πας
Θυσία θα σου κάνω την άστατη ψυχή μου
Και όχι δε θα πω σ’ ότι ζητάς
Θυσία θα σου κάνω την άστατη ψυχή μου
Αρκεί μόνο εσύ να μ’ αγαπάς
Όπου κι πας, όπως κι αν πας σ΄ ακολουθώ
Στην άβυσσο, αν το ζητάς , σ΄ ακολουθώ
Ναι, σ΄ αναζητώ, σε λαχταρώ σε αγαπώ
Φτάνει να μπορώ δίπλα σου να ζω
Σένα να θωρώ, σένα ν΄ αγαπώ
Τη θερμή αγκαλιά, τα γλυκά φιλιά
Φτάνει να μπορώ για να τα χαρώ
Σαν με κοιτάς και με ρωτάς
Αν σ’ αγαπώ τι να σου πω
Πως το μπορώ να μη σου πω
Πως σ’ αγαπώ, ναι σ’ αγαπώ
Όπου κι πας, όπως κι αν πας σ΄ ακολουθώ
Σ’ ακολουθώ και σ’ αγαπώ
Κλαίνε το βράδυ τα πουλιά
Κλαίνε γιατί πονάνε
Κλαίνε που χάσαν τη φωλιά
Δεν έχουν που να πάνε.
Κλαίνε το βράδυ οι φτωχοί
Πολύ που υποφέρουν
Έρμοι χαμένοι, μοναχοί
Το αύριο δεν ξέρουν
Κλαίνε το βράδυ και αυτοί
Οι νέο-ξενιτεμένοι
Που είναι ξένοι σε άλλη γη
κι απ’ το κισμέτ δαρμένοι.
Κλαίει κι η δική μου η καρδιά
Σαν γύρω της κοιτάζει
Και βλέπει μίσος κι απονιά
Και βαριαναστενάζει.
Δεν υπάρχει άλλη λύση δυστυχώς
Πήρα απόφαση το θέμα αυτό να κλείσω
Συ δεν είσαι πια για μένα και έτσι συνεπώς
Πάρ’ το δρόμο σου και μην κοιτάξεις πίσω.
Συ δεν είσαι πια για μένα και έτσι συνεπώς
Πάρ’ το δρόμο σου και μην κοιτάξεις πίσω.
Είμαι κύριος το ξέρεις και το λες
Τις γυναίκες τις καλές τις εκτιμάω
Μα εσύ όπως το βλέπω δεν είσαι απ` τις καλές
Και δεν είναι δυνατόν να σ’ αγαπάω.
Μα εσύ όπως το βλέπω δεν είσαι απ` τις καλές
Και δεν είναι δυνατόν να σ’ αγαπάω.
Πιο καλλίτερα να είμαι μοναχός
Παρά νάχω εγώ με σένανε να ζήσω
Σου το είπα εσύ δεν είσαι για μένα δυστυχώς
Γι’ αυτό φύγε και μην έρθεις πάλι πίσω
Σου το είπα εσύ δεν είσαι για μένα δυστυχώς
Γι’ αυτό φύγε και μην έρθεις πάλι πίσω